Γλυκιά μου, αυτή διατρέχει κίνδυνο όταν υποτροπιάζεις. | Honey, that person is in danger when you relapse. |
Κι αυτός διατρέχει κίνδυνο όταν υποτροπιάζεις. | And that person is in danger when you relapse. |
Ξέρεις, υποτροπιάζεις, πρέπει να ξαναρχίσεις απ την αρχή. | You know, you relapse, you got to start all over again. |
Αυτοί συνήθως υποτροπιάζουν. | Those people usually relapse. |
Μπορεί να υποτροπιάζουν στις παραισθήσεις μετά από μια διαυγή περίοδο αλλά για μια στιγμή, ανεξάρτητα πόσο άσχημη είναι η περίπτωση ο ασθενής λέει την αλήθεια. | They may relapse into their hallucination after this lucid period... but for that moment, no matter how bad the case... the patient speaks the truth. |
Οι άνθρωποι υποτροπιάζουν. | People relapse. |
Σχεδόν όλοι οι εθισμένοι υποτροπιάζουν μερικές φορές. | Almost all addicts relapse a few times. |