Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Υποκλέπτω (steal craftily) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
υποκλέπτω
υποκλέπτεις
υποκλέπτει
υποκλέπτουμε
υποκλέπτετε
υποκλέπτουν
Future tense
θα υποκλέψω
θα υποκλέψεις
θα υποκλέψει
θα υποκλέψουμε
θα υποκλέψετε
θα υποκλέψουν
Aorist past tense
υπέκλεψα
υπέκλεψες
υπέκλεψε
υποκλέψαμε
υποκλέψατε
υπέκλεψα
Past cont. tense
υπέκλεπτόμουν
υπέκλεπτόσουν
υπέκλεπτόταν
υπέκλεπτόμαστε
υπέκλεπτόσαστε
ύπεκλεπτόνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
υπόκλεσου
υποκλέψετε
Perfective imperative mood
να υποκλέπτεις
υποκλέπτετε

More Greek verbs

Related

κλέπτω
scrounge

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'steal craftily':

None found.