Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Κακοστομαχιάζω (cackle) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
κακοστομαχιάζω
κακοστομαχιάζεις
κακοστομαχιάζει
κακοστομαχιάζουμε
κακοστομαχιάζετε
κακοστομαχιάζουν
Future tense
θα κακοστομαχιάσω
θα κακοστομαχιάσεις
θα κακοστομαχιάσει
θα κακοστομαχιάσουμε
θα κακοστομαχιάσετε
θα κακοστομαχιάσουν
Aorist past tense
κακοστομάχιασα
κακοστομάχιασες
κακοστομάχιασε
κακοστομαχιάσαμε
κακοστομαχιάσατε
κακοστομάχιασαν
Past cont. tense
κακοστομάχιαζα
κακοστομάχιαζες
κακοστομάχιαζε
κακοστομαχιάζαμε
κακοστομαχιάζατε
κακοστομάχιαζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
κακοστομάχιαζε
κακοστομαχιάζετε
Perfective imperative mood
κακοστομάχιασε
κακοστομαχιάστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'cackle':

None found.