Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Θηλυκώνω (found) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
θηλυκώνω
θηλυκώνεις
θηλυκώνει
θηλυκώνουμε
θηλυκώνετε
θηλυκώνουνε
Future tense
θα θηλυκώσω
θα θηλυκώσεις
θα θηλυκώσει
θα θηλυκώσουμε
θα θηλυκώσετε
θα θηλυκώσουνε
Aorist past tense
θηλύκωσα
θηλύκωσες
θηλύκωσε
θηλυκώσαμε
θηλυκώσατε
θηλύκωσαν
Past cont. tense
θηλύκωνα
θηλύκωνες
θηλύκωνε
θηλυκώναμε
θηλυκώνατε
θηλύκωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
θηλύκωνε
θηλυκώνετε
Perfective imperative mood
θηλύκωσε
θηλυκώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

ξεθηλυκώνω
unfold

Other Greek verbs with the meaning similar to 'found':

None found.