Αλλά σε συναισθηματικό επίπεδο, πάντα εγώ πρέπει να φέρω την ευθύνη. | But on an emotional level, I always have to bear the responsibility. What is the point of this? |
Αποσύρθηκα απ' τη μάχη της Παιδείας και θα το φέρω πάντα βαρέως. | I withdrew myself from the Education fight, and that is my cross to bear. |
Δεν πρέπει να φέρω τα ελαττώματα του. | I don't have to bear his flaws. |
Θέλω να φέρω το παιδί σου. | I want to bear your child. |
'Επρεπε να φέρεις τα ψεύτικα γένια και το μουστάκι. | You should've brought your fake beard and mustache. |
'σχετα με το τι πιστεύεις, δεν φέρεις καμία ευθύνη για ό,τι συνέβη. | Despite what you are thinking, you bear no responsibility for what has transpired. |
Oφείλω να πω ότι δεν συμπαθώ το όνομα που φέρεις. | I may as well tell you that I have no affection for the name you bear. |
Ήρθες να μου φέρεις μαντάτα; | You come bearing gifts? |
..Τα κρίματά μας φέρουμε.. | Our sins to bear |
Όλες τις αμαρτίες και οι λύπες που φέρουμε | All our sins and griefs to bear |
Όπου, θα φέρουμε όση ισχύ είναι δυνατόν να κουβαλήσουμε... και θα τον εξολοθρεύσουμε, εντάξει; | At which point, we will bring as much force to bear as we can, and take him out, all right? Let's do this. |
Αλλά φέρουμε το όνομά μας μόνο για έναν λόγο: | But we bear our name for a reason: |
"Δεν με επιλέξατε εσείς, αλλά εγώ σας επέλεξα". "Και σας έστειλα, να φέρετε καρπούς, και οι καρποί σας θα μείνουν αιώνιοι." | You did not choose me it was I who chose you and I send you forth to bear fruit that will last. |
Tώρα φέρετε τo διακριτικό μια σπoυδαίας oμάδας. | You now bear the mark of a fine herd. |
Έτσι θα ήθελα να ξέρετε ότι από σήμερα και οι δυο σας προσωπικά θα φέρετε το βάρος όλης των οργάνωσης. | So I'd like you to know that from today you two will personally bear all the organization's weight. |
Όλοι σας φέρετε το αίμα του. | All of you bear the mark of his blood. |
"Το δικαίωμα του λαού να διατηρούν και να φέρουν όπλα... - ...δεν θα πρέπει να πλαισιωμένο." -να παραβιάζεται. | "The right of the people to keep and bear arms shall not be in-fringed." |
'νθρωποι της φάρας σου δεν μπορούν να φέρουν όπλα. | People of your tribe cannot bear arms. |
- Δεν θα μπορούσα να φέρουν αυτόν τον κίνδυνο. | - I could not bear that risk. |
- Θα έρθει φέρουν χάλια. | - You come bearing crap. |
Αν Miki αρνείται να ανοίξει τις πύλες, φέρτε στις πύλες το φέρετρο του Μεγάλου Κυρίου. | If Miki refuses to open the gates, approach the gates bearing the Great Lord's coffin. |
Προσδεθείτε και φέρτε πίσω τα πάντα που έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους μας εκεί έξω. | Strap in and bring everything to bear we have to get our people outta there. |
Στολίστε τη και φέρτε τη στην εκκλησιά. | As the custom is, in all her best array, bear her to church. |
Kαι μόvo στo βωμό τής αλήθειας έχει φέρει τα δώρα τoυ τo πιo αυθεvτικό πρoιόv της αμερικάvικης ψυχής. | And only to the altar of truth has he borne his offerings the most genuine product of American genius and spirit. |
Φοβάμαι ότι μόνος ένας θεός θα μπορούσε να φέρει ένα τέτοιο βάρος, αλλά δυστυχώς πρέπει να το κάνει ένας άνθρωπος. | I'm afraid it's a god's burden to bear. Unfortunately, it must be borne by a man. |
"Και θα έρθει φέροντας ψεύτικη προφητεία..." | "and she shall come, bearing false prophecy." |
΄Η μπορείς να πεθάνεις εδώ, φέροντας όπλα ενάντια στο Βασιλικό Στρατό. | Or you can die here, bearing arms against the army of Her Majesty the Queen. |
Ένας μάγος από την Ανατολή φέροντας δώρα. | A wise man from the East bearing gifts. |
Έρχομαι με ανοιχτές αγκάλες φέροντας ψημένες λιχουδιές. | I come with open palms bearing baked goods. |