Η πραγματική περιουσία υπολογίζεται. | Real fortune is calculated. |
Για κυρίες, των οποίων η επιβίωση εξαρτάται από κινδύνους, που υπολογίζονται το παράκαναν, φοβάμαι. | For ladies whose livelihood depends on risks that are calculated, they have overreached themselves, I fear. |
Η ώρα υπολογίστηκε από μια κλίση της μύτης του αεροπλάνου. | Well, the time was calculated by a dip in the nose of the plane. |
- Ε λοιπον, έχει υπολογιστεί πως η αύξηση λίγων βαθμών στην θερμοκρασία της Γης θα έλιωνε τους πολικούς παγετώνες." | Well, it's been calculated, a few degrees rise in the Earth's temperature would melt the polar ice caps. |
Όλα έχουν υπολογιστεί. | Everything has been calculated. |
Η ολική εκκένωση του Κρόνος 1 έχει υπολογιστεί... για διάστημα 50 γήινων ετών. | The proposed agenda is as follows: The evacuation of Kronos has been calculated within the 50 Earth year time span. |