Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Συγχρηματοδοτώ (co-finance) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
συγχρηματοδοτώ
συγχρηματοδοτείς
συγχρηματοδοτεί
συγχρηματοδοτούμε
συγχρηματοδοτείτε
συγχρηματοδοτούν
Future tense
θα συγχρηματοδοτήσω
θα συγχρηματοδοτήσεις
θα συγχρηματοδοτήσει
θα συγχρηματοδοτήσουμε
θα συγχρηματοδοτήσετε
θα συγχρηματοδοτήσουν
Aorist past tense
συγχρηματοδότησα
συγχρηματοδότησες
συγχρηματοδότησε
συγχρηματοδοτήσαμε
συγχρηματοδοτήσατε
συγχρηματοδότησαν
Past cont. tense
συγχρηματοδοτούσα
συγχρηματοδοτούσες
συγχρηματοδοτούσε
συγχρηματοδοτούσαμε
συγχρηματοδοτούσατε
συγχρηματοδοτούσαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
συγχρηματοδότει
συγχρηματοδοτείτε
Perfective imperative mood
συγχρηματοδότησε
συγχρηματοδοτήστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'co-finance':

None found.