Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Στεφανώνομαι (marry) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
στεφανώνομαι
στεφανώνεσαι
στεφανώνεται
στεφανωνόμαστε
στεφανώνεστε
στεφανώνονται
Future tense
θα στεφανωθώ
θα στεφανωθείς
θα στεφανωθεί
θα στεφανωθούμε
θα στεφανωθείτε
θα στεφανωθούν
Aorist past tense
στεφανώθηκα
στεφανώθηκες
στεφανώθηκε
στεφανωθήκαμε
στεφανωθήκατε
στεφανώθηκα
Past cont. tense
στεφανωνόμουν
στεφανωνόσουν
στεφανωνόταν
στεφανωνόμαστε
στεφανωνόσαστε
στεφανώνονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
στεφανώσου
στεφανωθείτε
Perfective imperative mood
να στεφανώνεσαι
στεφανώνεστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'marry':

None found.