Θέλω να στοχεύω ψηλά, αλλά είμαι νευρικός που θα πάρω πάλι τα λεφτά σου. | I want to aim high, but I'm just neryous about taking your money again. |
Πάντως στοχεύω ψηλότερα. | Anyways I want to aim higher |
"Ενώ στοχεύεις εγώ θα πάρω ένα παγωτό. | "While you aim, I'll have an ice-cream. - I'll do it right now" |
"Τι το διαφορετικό έχει αυτό, από το να λες πως στοχεύεις σε μια κοινή λογική, η οποία πηγάζει από τον Δία;" | "What's different is that, by saying that aims at a common sense which stems from Jupiter? " |
- Δε στοχεύεις κάπως ψηλά; | Don't you think that's aiming a bit high? |
- Δεν έχει σφαίρες μέχρι να μάθεις να στοχεύεις. | - No bullets until you aim straight. |
Έτσι όπως στοχεύεις δεν ανησυχούν. | "The way you aim, the birds have nothing to worry about." |
Η εταιρεία στοχεύει μόνο στη μεγαλύτερη απόδοση. | The company only aims at the biggest return. |
Η κατανομή διαθέσιμων πόρων στοχεύει στην ιεραρχηση... των πόρων συμφωνα με τις διαγνωστικές παραμέτρους... που ορίζονται από το ιατρικό συμβούλιο. | You must understand, our resource allocation aims at prioritizing responses according to diagnostic parameters defined by the Region 02 consultations. |
Θα ΄μαι με το μέρος σας παρά τις προσβολές σας, ένας επαναστάτης που στοχεύει κατευθείαν στο στόχο, με κάθε κόστος. | I'll be at your side despite your insults, a revolutionary aims straight to the goal, at all costs. |
Θα κόψω τα χέρια όποιου στοχεύει στο κεφάλι μου. | Whoever aims at my neck will have their arm cut off first. |
Και η κα Τόμσον στοχεύει να με κρατήσει σε εγρήγορση. | And Mrs. Thompson aims to keep me on my toes. |
Έτοιμοι... στοχεύουμε το κυβερνητικό μέγαρο. | Ready, aiming at the Governor's mansion. |
Αυτό είναι σωστό - στοχεύουμε ψηλά! | That's right - aim high! |
Αυτό είναι όπου είστε στοχεύουμε. | That's where you're aiming. |
Γι 'αυτό είμαστε στοχεύουμε. | That's what we're aiming for. |
Γιατί φέτος στοχεύουμε ψηλά. | Because this year we were going to aim high. |
" Κατά τη ρίψη, πάντα στοχεύετε το αγκίστρι σε ένα συγκεκριμένο σημείο ". | "When casting, always aim the hook at one particular spot". |
Γι' αυτό να στοχεύετε ψηλά αλλά να πηγαίνετε με το πάσο σας. | So aim high but take your time. |
Δείτε το στόχο σας, αντιληφθείτε τι είναι αυτό που στοχεύετε μην το αφήσετε σωματικά να πετάξει. | See your target, understand what you're aiming for, don't just physically let fly. |
Δεν ξέρω που στοχεύετε. | I do not know what you are aiming at. |
Είστε που στοχεύετε για Dante 3ος ή 4ος κύκλος της κόλασης; | Are you aiming for Dante's 3rd or 4th circle of Hell? |
"Κάποιοι από τους άντρες μας δεν στοχεύουν καλά σήμερα"... κι αυτός μου απάντησε: "Νομίζεις πως αυτά είναι δικά μας βλήματα;". | "Some of our people aren't aiming very well today." He said, "You don't think those are our shells, do you?" |
"Ο δεύτερος που ανάβει, ο εχθρός σε στοχεύουν". | "Second man, Jerry takes aim. |
'ρα οι Τσετσένοι δεν στοχεύουν τη Ρωσία. | So the Chechens aren't aiming for Russia. |
Ένας άντρας πρέπει να χρησιμοποιήσει όλη τη θέλησή του για να μην κοιτάξει εκείνους τους χρυσούς γλόμπους... των οποίων οι θαυμαστές άκρες είναι γυρισμένες προς τα πάνω, και στοχεύουν κατευθείαν στα μάτια του. | A man must summon all his will not to lookdown at those golden orbs... whose wondrous tips are upturned, aimed right at his eyes. |
Ανάμεσα στα πολλά καθήκοντα μου είναι η διατήρηση των οργάνων παρακολούθησης του απώτατου διαστήματος ώστε να στοχεύουν σε γαλαξίες πέρα από το δικό μας. | Among my many tasks is the maintenance of deep-space monitors aimed at galaxies beyond our own. |
- Ορκίζομαι ότι στόχευσα στο κεφάλι του. | -I swear I aimed right for his head. |
Ήθελα να αστοχήσω... Ήταν αδύνατο όμως να αστοχήσω χωρίς να ξεφτιλιστώ, οπότε στόχευσα την πλάτη του. | I wanted to miss... but it was impossible to miss and not lose face so I just aimed it at his back. |
Ναι... στόχευσα πολύ ψηλά. | Yeah, l, uh... aimed too high. |
Την γέμισα και στην στόχευσα ο ίδιος, κύριε. | Primed and aimed it myself sir |
- Ναι, τράβηξα τη σκανδάλη αλλά εσύ στόχευσες το όπλο. | Yes, I pulled the trigger, but you, you aimed the gun. |
Μου λες ότι στόχευσες εκεί επίτηδες; | You're not claiming you aimed there deliberately? |
- Μπορεί να με ήθελε νεκρό, αλλά εσύ ήσουν αυτός που πήρε το όπλο, στόχευσε και έριξε στο κεφάλι μου. | Maybe Hardman wanted me dead, but you're the one who went out, got the gun, aimed it, and fired it at my head. |
Η ζώνη οδήγησε τα αεροπλάνα και στόχευσε τις βόμβες γι'αυτούς. | The belt flew the planes and aimed the bombs for them. |
Η συνειδητοποίηση αυτή τον οδήγησε στο να δημιουργήσει το φως νύχτας και η διαφημιστική καμπάνια στόχευσε στο να κάνει τα παιδιά να φοβούνται το σκοτάδι. | That realization led him to develop the nightlight And the marketing campaign aimed at making children |
Και μετά στόχευσε εμένα. | And then he aimed at me. |
Και στόχευσε το περίστροφο πάνω μου. | And he aimed the revolver at me. |
Δεν μπορούσαμε να κλείσουμε το νερό, οπότε στοχεύσαμε μακριά απ' το κτίριο. | We couldn't turn the water off, so we just aimed it away from the building. |
Καθήσατε στο σκοτάδι και στοχεύσατε κάτω απ'τη ζώνη. | So, you just sat there in the dark and aimed south of his belt |
Στην Βαγδάτη, 42 πύραυλοι και βόμβες από F-117 στόχευσαν τους ηγέτες του Ιράκ. Σοκ και Δέος. | In Baghdad, 42 cruise missiles and bunker buster bombs from F-117's were aimed at Iraq's leaders. |
Στην Βαγδάτη, 42 πύραυλοι και βόμβες από F-117 στόχευσαν τους ηγέτες του Ιράκ. | MALE NEWSCASTER 1 : ln Baghdad, 42 cruise missiles and bunker buster bombs from F-1 17's were aimed at Iraq's leaders. |
Του Μόραν η επίθεση δεν ήταν τρομοκρατική και δεν στόχευσαν στον Φρέντερικ. | The Moran attack wasn't terrorist, and it wasn't aimed at Frederick. |
- Το πόδι του στόχευα. | I was aiming for his leg. |
Αυτή είναι ακριβώς η επίδραση που στόχευα. | That's precisely the effect I was aiming for. |
Δεν είναι ότι στόχευα ψηλά, απλά θέλω να γίνω φίλος με κάποιον που δεν έχει κονκάρδα πάνω του. | It's not like I was aiming high, I just wanted to be friends with someone who didn't have a badge on. |
Μάλλον στόχευα σε κάτι καλύτερο από κολεγιακά πάρτι. | I guess I was aiming a little higher than college parties. |
Συγγνώμη, άλλον στόχευα. Τώρα όμως που έχω την προσοχή σου, Τσαρλς; | Sorry, I was aiming at somebody else, but now that I have your attention, Charles? |
- Δεν ήθελες να την σκοτώσεις επειδή στόχευες τον Κυβερνήτη. | You didn't mean to kill her, because you were aiming for the governor, right? |
Αμφιβάλλω πως στόχευες την Κέιτ Νοβάτσκι, αλλά αυτό είναι το πρόβλημα όταν πυροβολείς μέσα σε πλήθος. | I seriously doubt that you were aiming for Kate Novatski, but I guess that's the problem with shooting into a crowd. |
Μπορείς να μου πεις ποιον στόχευες, ή πρέπει να ρωτήσω τον αδερφό σου; | Can you just tell me who you were aiming for, - or should I ask your brother? |
- Πέτυχε αυτό που στόχευε. | She hit what she was aiming for. |
Ίσως ο δολοφόνος χτύπησε αυτόν που στόχευε, τον σωματοφύλακά σας. | Maybe the shooter hit exactly what he was aiming at, your bodyguard. |
Αυτός στόχευε στο διάστημα ανάμεσα στους αυχενικούς σπονδύλους σε μία προσπάθεια, χωρίς αμφιβολία, να κόψει τη σπονδυλική στήλη. | He was aiming for the space between the cervical vertebrae in an endeavor, no doubt, to sever the spinal cord. |
Θα στόχευε ένα Σφαγέα... για έχουν αρχαίο μίσος μεταξύ τους. | He was aiming at a Slayer... for they have ancient hatred between them. |
Μα ο Μάλκολμ στόχευε τη γυναίκα. | But Malcolm was aiming at the wife |
Όχι, στόχευαν τα πόδια μας. | Rick: No, they were aiming at our feet. |
Δεν ήταν εντελώς τυχαία στόχευαν εμένα. | Yeah, it wasn't exactly random. They were aiming at me. |
Έτοιμοι ...στοχεύστε. | Ready... aim. |
Γι'αυτό, στοχεύστε στα γόνατα. | So, aim for the knees. |
Είπατε στοχεύστε, και υπακούσαμε. | You said 'aim', and we obeyed. |
Εντάξει, στοχεύστε στο αυτοκίνητο. | Okay, aim it at the car. |
Εντάξει, στοχεύστε την καρδιά και χρησιμοποιήστε κάτι βαρύ. | ♪ they were my secret evening plans ♪ All right, aim for the heart and use something heavy. |
- Δύσκολο αυτό στοχεύοντας γόνατα. | It's hard to lay people out when you're aiming for their kneecaps. |
Έτσι, τα φύκια έχουν γίνει η κινητήρια δομή, στοχεύοντας να καλύψουν την καλύτερη θέση στον ήλιο. | The algae have thus become the driving force of the construction, aiming to occupy the best place in the sun. |
Ευθυγράμμισε τη βολή του στοχεύοντας τον αεραγωγό στη δυτική πλευρά του κτηρίου. | The shooter, he lined up his shot, aiming at a vent on the western face of the building. |
Με το σκεπτικό ότι ελευθερώνοντας τη σωστή ποσότητα ενέργειας και στοχεύοντας την στο ακριβές σημείο θα μπορούσε επιτυχώς να περάσει στην άλλη μεριά. | In the belief that by releasing the right kind of energy, and aiming it exactly at the proper spot, he could effectively break through. |
Στις 19 Μαρτίου... μία δύναμη 70 αεροπλάνων επέδραμε σε ¨Χιροσίμα και Κουρέ... στοχεύοντας ναυτιλιακές και ναυτικές εγκαταστάσεις. | On March 19th a force of 70 planes raided Hiroshima and Kure aiming for shipping and the naval boatyards. |
- Θα έπρεπε να είχε στοχεύσει παραπάνω. | - He should've aimed higher. |
Αν είχα τα λογικά μου όταν σε πυροβόλησα, θα είχα στοχεύσει το κεφάλι σου. | WOMAN: (ON TV) If I was sane when I shot you, I would have aimed for your head. |
Αν κατάλαβα καλά, λες ότι δημιούργησες ένα όπλο που δεν μπορεί να στοχεύσει; | If I understand this right, you're saying that you developed a weapon that can't be aimed? |
Μόλις πυροβόλησα... στο σημείο όπου είχα στοχεύσει ,ακούγονταν φωνές... όπως τώρα. | As soon as I fired, noises came from the spot where I had aimed, just like now. |
Ο επόμενος δεν θα στοχεύσει τα πόδια σου. | The next one will not be aimed at your feet. |