"Δεν μπορώ να σκάβω ούτε να ζητιανεύω." | "to dig I have no strength," "to beg I am ashamed." |
Έτσι, σύρθηκα από εκείνο το κρεβάτι και άρχισα να σκάβω. | So I dragged myself out of that bed and started to dig. |
Ό,τι κι αν λέτε, αύριo θ' αρχίσω να σκάβω για χρυσό εδώ. | Whatever you say or don't say, tomorrow I start to dig for gold here. |
Αν ήθελα να σκάβω όλη μέρα, θα έμενα στη φυλακή. | Yeah, if I want to dig holes all day, I would've stayed in jail. |
"Φίλε, σοβαρά, σε αγαπώ, αλλά σταμάτα να σκάβεις τη περίεργη τρύπα στο κήπο". | Dude, seriously, I love you, But stop digging that weird hole in the backyard. |
'Αρχισε να σκάβεις. Πονηρό. | Start digging. |
'Οταν σκάβεις, θα φυλάω εγώ. | I'll stand guard while you dig. |
'Στα βιβλία δεν υπάρχουν μαθήματα για να σκάβεις βαθιά... '... ώστε να βρεις μια τελευταία ώρα δύναμης για να αντέξεις. | 'In textbooks there are no lessons in digging deep, 'in finding one last hour of strength to see you through. |
'Οταν απειλείται, σκάβει γρήγορα εμφανίζοντας μια παράταξη από κοφτερά αγκάθια στον εχθρό της. | When threatened it digs in rapidly presenting an array of sharp spines to its attacker |
- Αυτό ήταν; - Είναι η ζούγκλα. Κανείς δεν σκάβει τάφους, απλά θα γονατίσεις σε ένα χαντάκι και θα φας μια σφαίρα στην... | It's the jungle... nobody digs graves; they just kneel you down by a ditch and put a bullet in your... |
9500 χιλιόμετρα βόρεια, στο Βέλγιο, ο Βρετανικός στρατός σκάβει χαρακώματα... | 600 miles to the north in Belgium, the British army digs in... |
Kαι ο Φύρερ σκάβει για μπιχλιμπίδια στην έρημο... | And the Führer digs for trinkets in the desert. |
"Πρέπει να σκάβουμε | "The casters must dig a pit themselves. |
'Οπως είπα, λοιπόν, αύριο πάμε εκεί και σκάβουμε. | So like I keep saying, we go down tomorrow and we dig and we find out. |
- Έγινε. - Ο Μπουσμάλης και 'γω σκάβουμε τούνελ. | - Busmalis and l are digging a tunnel. |
- Ας ξεκινήσουμε να σκάβουμε. | Start digging. |
- Γιατί σκάβετε ένα τόσο μεγάλο τάφο; | Why is it you men dig so big a grave? |
- Συνεχίστε να σκάβετε. | - Keep digging. |
Aρχίστε να σκάβετε, παιδιά. | Start digging, you guys. |
Όταν πιάνετε το φτυάρι, σκάβετε βαθιά. | When you people secret-shovel, you sure dig deep. |
'Οπως τους βλέπω, δεν είναι ο τελευταίος τάφος που σκάβουν. | By the looks of them, that is not the last grave they'll dig. |
'μμος, γυναίκες σκάβουν για δόλωμα. | Calais sands, women digging for bait. |
'φησα δύο πράκτορες να σκάβουν στο σπίτι του Γκράχαμ, αλλά είμαι αρκετά σίγουρος πως αυτό εδώ είναι αυτό που ψάχνουμε. | (sighs) Left a couple agents digging at Graham's place, but I'm pretty sure this is what we're looking for. |
- Βάλε τους να σκάβουν αποχωρητήρια. | - Put them to latrine digging. |
"Μετά έσκαψα μέσα στον κορμό και έβγαζα πέτρες από το χώμα, "μέχρι που μάτωσαν τα δάχτυλά μου. | "Then I dug into the stump and pulled rocks from the ground until my fingers bled... |
'ρχισα να σκάβω και έσκαψα, έσκαψα. | I started digging, and I I dug and I dug and I dug... |
- Νομίζω πως ήταν ο τρόπος του να... πει πως έσκαψα μόνος μου τον λάκο μου. | - I think that was his way of saying... that I'd dug my own grave. |
-Έφτιαξα φέρετρο και έσκαψα τάφο. | - Built a coffin and dug a grave. |
'λλωστε, η τρύπα που έσκαψες ήταν γεμάτη νερό. Μόνο ψάρι μπορούσαμε να βάλουμε εκεί μέσα. | Anyways, that hole you dug is done chock full of water, wouldn't hold nothing but a fish. |
- Ναι. Εσύ έσκαψες. | You dug it. |
- Που έσκαψες με τα δόντια? | - The one I dug? |
-Εσύ έσκαψες το λάκκο; | - You dug this up? - Yes. |
"Σαν κάποιος να είχε πάρει ένα απορριμματοφόρο, να έσκαψε μια τρύπα 3 μέτρων και να έριξε μέσα σκουπίδια." | "It looked like someone took a scrap truck, dug a 10-foot ditch and dumped trash into it." And as for the passengers... |
# Νερό # # Έτσι πήρε ένα ραβδί και έσκαψε τον Ρίο Γκράντε # # Όταν μια φυλη βαμμένων Ινδιάνων # | Water! So he got a stick and dug the Rio Grande While a tribe of painted Indians did a war dance |
- Ένας ινδιάνος έσκαψε αυτή τη φωτιά. | - An Injun dug this fire pit. |
- Όχι, αλλά είναι πολύ λυπηρό. Σίγουρα έσκαψε έναν τάφο, και δεν τον χρησιμοποίησε ποτέ. | I'm sure he dug a grave and never used it. |
- Ναι. Βλέπετε την σκάψαμε και έπρεπε να την ξανακλείσουμε. | You see, we dug it, we had to fill it back in. |
Έτσι σκάψαμε ενα τάφο στον κήπο... και μετά την θάψαμε αφού κάψαμε όλα της τα πράγματα. | So we dug a grave in the garden... and then we buried her after burning all her things. |
Έτσι, η Γκαρσία και εγώ σκάψαμε λίγο βαθύτερα. | So Garcia and I dug a little deeper. |
Όταν ο Αρχεπτόλεμος πρόβλεψε 4 χρόνια ξηρασίας σκάψαμε βαθύτερα πηγάδια. | When Archeptolemus prophesied four years of drought we dug deeper wells. |
Δε λέγατε ότι θα μπορούσαν να διασταυ- ρώνονται αυτές σήραγγες που σκάψατε παλιά; | Didn't you say it might intersect with those tunnels that you dug way back? |
Μόλις σκάψατε έναν αληθινό τάφο. | You just dug up a real grave. |
- Ναι, έσκαψαν όλο το μέρος. | - Yeah, they dug up the whole place. |
27,000 Γιαπωνέζοι έσκαψαν τόσο βαθιά που δέκα βδομάδες βομβαρδισμού δεν τους άγγιξαν. | 27,000 Japanese dug in so deep that ten weeks of bombardment couldn't touch them. |
I έσκαψαν σε αυτές τις κλήσεις που βρήκατε. | I dug into those summonses you found. |
Έθαψαν τα πτώματα του, ή ό, τι είχε απομείνει από αυτά, σε μια λακκούβα που έσκαψαν στην πίσω αυλή, δίπλα στους τάφους των νεκρών κατοικίδιων ζώων τους. | [Maggie] They buried them, or what was left of them, in a hole they dug in the backyard, next to the graves of their dead pets. |
'Ομως, ενώ έσκαβα τον λάκκο κάτω απ'τα πόδια σου... | The problem with that was that while I was digging the hole under you... |
Όλο το πρωί έσκαβα χαντάκια στην αυλή των Κόνερ. | I was digging trenches in the Conner's yard that whole morning. |
Αλήθεια; Πώς την βρήκα τότε όταν έσκαβα στην αυλή τις προάλλες; | Well, then how come I found it when I was digging around in the yard the other day? |
Βρήκα αυτό για το οποίο έσκαβα! | I've got what I was digging for. |
- Βρήκες αυτό για το οποίο έσκαβες; | - Find what you were digging for? |
Είναι δύσκολο να το εξηγήσω, αλλά πρέπει να έγινε, όταν έσκαβες... | It's hard to explain, but it must have happened when you were digging. |
Και εκεί που έσκαβες την παλιά επιφάνεια... | And you were digging up the old surface and bam! |
Μα άκουσε, Χένρι Φρανκενστάιν, ενώ εσύ έσκαβες τάφους και συγκροτούσες νεκρούς ιστούς, εγώ, αγαπητέ μου μαθητή, ανέτρεξα για τα υλικά μου στην πηγή της ζωής. | But listen, Henry Frankenstein, while you were digging in your graves piecing together dead tissues, I, my dear pupil, went for my material to the source of life. |
Jordan. Πήγα στο αυτοκίνητο, όσο ο Οwen... έσκαβε. | I got to the car while Owen was digging. |
Ένας άντρας έσκαβε ένα λάκκο. Τι είδους λάκκο; | A man was digging a hole. |
Έχουμε στοιχεία που δείχνουν πως ο σκύλος του γείτονα έσκαβε στην αυλή της Κάρεν. | We have evidence to suggest that the neighbor's dog was digging in Karen's backyard. |
Ή ίσως να έσκαβε κάτι άλλο, ή κάπου αλλού. | Or maybe he was digging something else, Or someone else. |
Raylan, αναρωτιόμουν αν τότε όταν σκάβαμε μαζί στ' ανθρακορυχεία, είχες καμία ιδέα σχετικά με το τι άντρας θα γινόμουν κάποτε? | Raylan, I was wondering if back when we were digging coal together that you had an inkling of the man that I might someday become? |
Η πρώτη ένδειξη ήταν όταν σκάβαμε. | The first indication was when we were digging. |
Ο Τζόναθαν κι εγώ σκάβαμε, μα ο Γουόρεν ήταν εκεί. | Jonathan and l were digging, but Warren was there. |
Πολύ περισσότερο απ' τους τάφους των ντόπιων που σκάβαμε νωρίτερα. | Far more so than the native ones we were digging up earlier. |
Αλλά έτυχε να μάθω ότι σκάβατε... τρεις μέρες αφότου ξεκινήσατε την περασμένη άνοιξη. | But I happened to learn you were digging it three days after you started last spring. |
- Είπες ότι έσκαβαν. | - You said they were digging. |
Έτσι ο μύθος διέδωσε ότι αυτοί οι ανθρακωρύχοι, σε αντάλλαγμα για μια σταγόνα από το αίμα τους, είδαν οράματα από τους χαμένους αγαπημένους τους στο πηγάδι που έσκαβαν. | So, the legend spread that these miners, in exchange for a drop of their blood, saw visions of their lost loved ones in the well they were digging. |
Όταν οι εργάτες έσκαβαν κάτω από το πάτωμα για, να κάνουν χώρο για τον τάφο του Πίου τον 11ο, βρήκαν αρχαίες πέτρες με μυστηριώδεις επιγραφές και οστά. | When workmen were digging under the floor to make room for the tomb of Pius XI, they found ancient stone with mysterious inscriptions and then bone. |
Όχι, οι Ναζί έσκαβαν σε λάθος σημείο. | No, the Nazis were digging in the wrong place. |
"Αν χαθείς, σκάψε | "If you find yourself lost, dig |
"Καλά, σκάψε ένα τούνελ. | "If you want to dig a tunnel, dig a tunnel. |
"Πριν αρχίσεις την εκδίκηση, σκάψε πρώτα δυο τάφους. | "Before setting out on revenge, you first dig two graves." |
"σκάψτε περισσότερο, σκάψτε γρηγορότερα". | dig more, dig faster. |
Όλοι σκάψτε! | Come on! Dig! Everybody, dig! |
Αν θέλετε να επιβιώσετε, σκάψτε βαθιά γιατί θα μείνετε εδώ. | You wanna survive? You'd dig in deep, you stay hid. |
Αν θέλετε να σκάψετε κι άλλο, σκάψτε. | If you'd like to dig further, you're welcome. |
24 ώρες σκάβοντας κι ακόμη τίποτα. | 24 hours digging and still nothing. |
Ήλπιζα σκάβοντας αυτή την τρύπα στη γη θα σου έδινε χρόνο να στοχαστείς την ψυχή σου, μια καθημερινή υπενθύμιση της... της ανάγκης μας να επιστρέψουμε στο φως. | I was hoping digging this hole into the earth would give you time to contemplate your soul, a daily reminder of... Of our need to return to the light. |
Ήμουν στην Ταϊρή, στην έρημο, σκάβοντας στην άμμο. | I was on Tyree, in the desert, digging in the sand. |
Ακούγετε ότι Είναι ένας επαρχιώτης πολυλογάς Που πέρασε την περισσότερη ζωή του σκάβοντας λάκκους στην Λατινική Αμερική. | Well, word has it he's a provincial windbag who's spent most of his life digging holes in Latin America. |
'Εχω σκάψει κι εγώ μία. | I dug one tunnel myself. |
- Ήμουν σπίτι μόνος, κοιμόμουν, αφού είχα σκάψει τον λάκκο για το γουρούνι και τον είχα ανάψει. | I was home alone, sleeping in, after getting that pig pit all dug and ready and lit. |
-Όχι. Τον είχαν σκάψει και είχαν πάρει το πτώμα. | No, this one was dug up and the body was taken out. |
-Για να το εξαφανίσουν. Ετσι δεν θα ξέρει κανείς πόσο έχουν σκάψει. Πάμε. | The stream will wash away the soil then, no one will know how far they had dug |