Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Απευαισθητοποιούμαι (am disabled) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
απευαισθητοποιούμαι
απευαισθητοποιείσαι
απευαισθητοποιείται
απευαισθητοποιούμαστε
απευαισθητοποιείστε
απευαισθητοποιούνται
Future tense
θα απευαισθητοποιηθώ
θα απευαισθητοποιηθείς
θα απευαισθητοποιηθεί
θα απευαισθητοποιηθούμε
θα απευαισθητοποιηθείτε
θα απευαισθητοποιηθούν
Aorist past tense
απευαισθητοποιήθηκα
απευαισθητοποιήθηκες
απευαισθητοποιήθηκε
απευαισθητοποιηθήκαμε
απευαισθητοποιηθήκατε
απευαισθητοποιήθηκαν
Past cont. tense
απευαισθητοποιούμουν
απευαισθητοποιούσουν
απευαισθητοποιούνταν
απευαισθητοποιούμαστε
απευαισθητοποιούσαστε
απευαισθητοποιούνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
-
Perfective imperative mood
απευαισθητοποιήσου
απευαισθητοποιηθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'am disabled':

None found.