Λυπάμαι, που ακόμη παλεύεις να καταξιωθείς επαγγελματικά. | I'm so sorry about your career struggles. |
Μην παλεύεις, Τζεν. | Don't struggle, Jen. |
Όσο περισσότερο το παλεύεις... τόσο σφίγγει. | The more you struggle... tighter it gets. |
Αν παλεύει ένας από μας, παλεύουμε όλοι. | One person struggles, we all struggle. |
Να γαλουχήσεις και να προστατεύσεις αυτόν τον σπόρο, ώστε να βγάλει ρίζες στα πιο άγονα εδάφη και να φέρει πλούσιους καρπούς, κι έτσι να μας θυμίζει πως παρόλο που οι ζωές μας είναι δύσκολες, και όταν παλεύουμε να αποδεχτούμε την λύπη σαν μέρος της ζωής μας, να μπορούμε να αγκαλιάζουμε και την χαρά. | and thereby remind us that though our lives may be hard, as when we struggle to accept the sadness that is one part our lot, so too do we embrace the joy. |
Σήμερα θα δούμε μερικούς... από τους καλύτερους αθλητές μας να παλεύουν γενναία... ενάντια στα παράξενα σχέδια του Θεού. | Today we'll see some of our finest athletes struggle valiantly against God's twisted designs. You'll cheer, you'll cry. |
Οι επιστήμονες παλεύουν μ' αυτό. | You know, scientists struggle with that. |
Ολα τα μικρά θα παλέψουν στην υποχρεωτική πορεία που θα ακολουθήσει... αλλά το νεογέννητο αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα. | All of the youngsters will struggle on the forced march to come... but the newborn is in real trouble. |
Απλά δεν θέλω να παλέψεις, όσο πάλεψα εγώ. | I just don't want you to struggle like I did. |
Εγώ έμεινα και πάλεψα. | I stayed and struggled. |
Μα τον Θεό, πάλεψα. | Lord, I struggled. |
Δεν έδειξες πυγμή, δεν πάλεψες. | Showed no conviction, no struggle. |
Δεν πάλεψες... όταν σε έθαψα. | You didn't struggle... when I buried you. |
Θύμα νούμερο τρία. Προσπάθησε να το σκάσει, πάλεψε. | Victim number 3-- she tried to run, quick struggle. |
Προφανώς, τα σπασμένα νύχια δείχνουν ότι το θύμα σας πάλεψε με τον δράστη πριν πεθάνει. | Clearly, the broken nails indicate your victim struggled with her attacker before she died. |
Η Rebecca πάλεψε λίγο μαζί σου, | Rebecca put up a bit of a struggle with you, didn't she? |
Στο δρόμο για το σπίτι του, ο έμπορος πάλεψε με τον άνεμο, το κρύο και τη θλίψη. | On his way home, the merchant struggled with the wind, the cold and the sadness. |
Θα πω ότι παλέψαμε και άρπαξα το όπλο. | You brought me to this room, we struggled, - I grabbed the gun. |
Δε θα πιστέψεις πόσο παλέψαμε. | You wouldn't believe the struggle. |
Ναι, εμείς... παλέψαμε με την απόφαση αυτή. | Yeah, we...we really... struggled...with it. I don't really care. |
Μετά παλέψαμε και το μαχαίρι... | Then we struggled and the knife... |
Προσπάθησα να ξεφύγω και παλέψαμε. | I tried to get away, and we struggled. |
Όλοι παλέψατε μαζί της. | You all struggled with her. |