Μην τον ζηλεύεις. | Don't envy him. |
Δεν την ζηλεύεις; | Or even envy? |
Ίσως το βρεις δύσκολο να πιστέψεις αλλά μερικές φορές εμείς οι άγγελοι κοιτάμε κάτω τους... ανθρώπους και σας ζηλεύουμε. | Maybe you'll find this hard to believe but sometimes we angels look down on men and envy you. |
Σας ζηλεύουμε που είναι γιος σας. | We certainly do envy you your son. |
- Πρέπει να τον ζηλεύουμε | - We must envy him |
Μπορεί να ζηλεύεις την ζωή μας, Γκάμπι, αλλά... δεν συγκρίνεται με το πόσο ζηλεύουμε εμείς την δικιά σου. | You may envy our life, Gaby, but... it's nothing compared to how we envy yours. |
Πόσο ζηλεύουμε τις χιλιάδες αυτών που έφυγαν για διακοπές. | How we envy the thousands that have gone on holiday |
Σίγουρα, λυπάστε τους εαυτούς σας, σίγουρα όλες ζηλεύετε κάποιες πιο ευτυχισμένες από σας, | I'm sure you feel very sorry for yourselves. I'm sure you all envy other girls who seem to be blessed with happier lives. |
- Ποιος απ'τους δύο; Δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που να ζηλεύουν την δουλειά σου, συνήγορε. | I got to tell you, not too many people envy you your job, consejero. |
Και μετά θα δεις ότι ζηλεύουν την καριέρα σου... | And then you'll see they envy your career... |
Έπειτα, οι ζωντανοί θα ζηλεύουν τους νεκρούς. | Afterwards, the living will envy the dead. |
Μας ζηλεύουν! | They envy us! |
Θα σε ζηλεύουν όλοι. | You'll be the envy of everyone. |
Σε είδα να στέλνεις e-mail πριν και ζήλεψα λιγάκι. | - Uh, why? I saw you e-mailing earlier, and I kind of have signal envy. |