Μετά, όταν μεγάλωσα, δεν ήθελα να μάθω να κολυμπάω. | Then, when I grew up, I didn't want to learn to swim. |
Θα μπορώ να κολυμπάω εδώ; | Hey, will I be allowed to swim here? |
Ίσως δεν θέλω πια να κολυμπάω. | Maybe I don't want to swim anymore. |
Δεν ξέρω να κολυμπάω! | I don't know how to swim! |
Γιατί δεν έμαθα να κολυμπάω; | Why didn't I learn how to swim? |
Δεν ξέρεις πως να κολυμπάς; | What'd you do all that time Not knowing how to swim . |
Πότε έμαθες πώς να κολυμπάς; | When'd you learn how to swim? |
Πάλι κολυμπάς Τζίμη; | Are you swimming again, Jimmy? |
Στην αίσθηση της θάλασσας όταν κολυμπάς... Στην γεύση και την δύναμη του κρασιού... Στην ελκυστικότητα των γυναικών, | The feel of the sea when you swim, the taste and strength of wine... the loveliness of women, the splendid, unspeakable joy of killing Arabs... the smell of incense and bacon, the weight of a fist... an old pair of shoes, toothache, triumph... |
- Πρώτα πρέπει να μάθεις να κολυμπάς. | - You must learn to swim first |
Πιστεύει πως έχουμε τόσο νερό που κολυμπάμε. | They think we got so much water, we're swimming in it. |
Σκεφτόμουν τότε που μας έπιασαν οι Ιάπωνες να κολυμπάμε στη Νέα Γουινέα. | I was thinking of the time the Japs caught us swimming in New Guinea. |
Και μπορούμε να μαζεύουμε μπανάνες από τα δέντρα ή αστακούς στα ανοιχτά και να κολυμπάμε κάθε βράδυ στο φεγγαρόφωτο. | And we can pick bananas off the trees, or lobster off the beach and swim every night in the moonlight. |
Εκεί κάτω είναι το ποτάμι, κολυμπάμε εκεί. | Down there's the river. We swim there. |
Ναι αλλά δεν ξέρουμε να κολυμπάμε και το νερό είναι τόσο παγωμένο. | Yeah, but we can't swim, and that water's so cold. |
"θα γίνω ψάρι σε ποτάμι και θα κολυμπήσω μακριά σου" . | "'l will become a fish in a trout stream... "'and l will swim away from you.' |
Κόραλ, θα κολυμπήσεις στο δικό μας νούμερο σήμερα. | Coral, you will swim with our act tonight. What? |
Νομίζει ότι θα κολυμπήσει; | Does he think the man will swim? |
Ένα καντιρού, ένα άγριο παράσιτο, θα κολυμπήσει στο πράμα σου,μέσω ούρων. | A candiru, a vicious parasite, will swim up the urine into your pau. |
Ο Τσο Γουόν-Ιλ θα κολυμπήσει μόνος του 500 γύρους μετ' επιστροφής! | CHO Won-il will swim 500 laps roundtrip alone! |
Είμαι ο Ματ Μπαντέλ μεταδίδω από το Ιντεντέιλ μια πόλη που βουίζει από τα νέα ότι η Σοφία κόρη του δολοφονηθέντος Ατριανού ηγέτη Νοξ, θα κολυμπήσει για το σχολείο Μάρσαλ. | This is Matt Bandell, reporting from Edendale, a town buzzing from the news that Sophia, daughter of slain Atrian leader Nox, will swim for Marshall high I can't believe the board is gonna let her swim. |
Δε θυμάμαι να κολύμπησα ποτέ στην Αγγλία πριν τον Ιούνιο. | Hmm. I can't ever remember enjoying swimming in England untilJune, can you ? |
Ναι, κολύμπησα. | Yes, I have been swimming! |
Δεν πειράζει όμως, κολύμπησα πολύ. | It's okay, though. I've been swimming a lot lately. |
Μόλις κολύμπησα, και τώρα λάμπω! | I just went swimming, and now I glow |
Ξέρεις... Ήδη κολύμπησα μια φορά, παρά τη θέληση μου. | It's just, like, I already went swimming once against my will. |
Οταν ήσουν οχτώ, σε πέταξα στο ρυάκι και κολύμπησες. | When you was 8, I throwed you in the creek, and you was swimming. |
-Δεν κολύμπησες αρκετά; | I'll swim ashore |
Που σημαίνει ότι δεν κολύμπησες μέχρι την βάρκα μου κατά τύχη; | Wh... Uh, you mean you didn't swim by my boat just by accident? |
- Πού κολύμπησες; | Where did you swim? |
Γουέιν, πότε κολύμπησες σ` αυτή την πισίνα για τελευταία φορά; | Wayne, when was the last time you went swimming in this pool? |
Διάβασα πως ένας σολομός κολυμπά μίλια μίλια για να βρει ταίρι και η Μαρία κολύμπησε αρκετά. | I read in a book that a salmon swims miles and miles to find a mate and Maria has swum long enough. |
Δεν κολύμπησε. | She didn't swim. |
Η πρώτη γυναίκα που κολύμπησε το Αγγλικό Κανάλι. Το ίδιο πράγμα. | First woman to swim the English Channel. |
Και κολύμπησε ως την ακτή. | And the swim to shore. |
Καταλαβαίνω πως έπιασες μια μεγάλη ψαριά που κολύμπησε προς το μέρος σου. | I understand you had a most interesting fish swim your way. |
Αλλά η Κέϊτ και εγώ κολυμπήσαμε. | But Kate and I managed to swim ashore. |
Θα κολυμπήσεις όπως κολυμπήσαμε κι εμείς. | We'll treat you to the kind of swim you gave us. |
Ηρθαμε εδώ, κολυμπήσαμε και δεν ξέρω, μετά αυτή... | Came down here, went swimming, and I don't know, she... |
Απλά κολυμπήσαμε. | AII we were doing was swimming. |
Ήταν μια ζεστή μέρα και κολυμπήσαμε πριν το μεσημεριανό. | It was a scorching day, so we had a swim before lunch. |