Προσπαθώ να ζουλάω πράγματα. | I try to squeeze things. |
Είναι ένα ακορντεόν Θα τον ζουλάω κάθε βράδυ για να τον κρατώ ζεστό. | I have to squeeze him each night to keep him warm |
Τόσο ωραίο να το ζουλάω και πάλι. | So nice to squeeze it again. |
Το ζουλάς, παίζεις με αυτό. | You squeeze it, you play with it. |
Κάθε πέντε με έξι δεύτερα το ζουλάς. | Every five to six seconds, squeeze. |
Με ζουλάς Μόνο όταν με ζουλάς | You only squeeze me When you squeeze me |
Δώσε--μη--μη ζουλάς. | Give--don't--don't squeeze. |
Βρες έναν άλλο να ζουλάς, έναν άλλο να ματώνεις. | Find another you can squeeze, and another you can bleed. |
Εντάξει, φίλε. Συγνώμη που σου ζούληξα το χέρι. | I'm sorry l squeezed your arm. |
Μήπως μόλις ζούληξες την τιμή σε εκείνες τις μετοχές και τις μεταπούλησες; | Did you just squeeze the price on those options and sell them on? |
Ναι, ζούληξε το στήθος μου. | Yes, squeeze my breast. |
Μπορώ να πιστέψω ότι ήταν ένα τυχαίο συμβάν ή ότι μια ανώτερη δύναμη ήρθε και ζούληξε το ρετσίνι από αυτό το δέντρο. | Moe, I could believe this was a random occurrence or I could believe some higher power reached down and squeezed the sap out of that tree. |
Όχι, ζούληξε, φίλε... | No, squeeze, pal |
Και το ζούληξε. | And he squeezed it. |
Ίδρωσε και ζούληξε. | Sweat... and squeeze. |
Μπορεί να ζουλήξαμε τις ίδιες ντομάτες. | We might have squeezed the same tomatoes. |