Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Προγευματίζω (μπερδεύω) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
προγευματίζω
προγευματίζεις
προγευματίζει
προγευματίζουμε
προγευματίζετε
προγευματίζουν
Future tense
θα προγευματίσω
θα προγευματίσεις
θα προγευματίσει
θα προγευματίσουμε
θα προγευματίσετε
θα προγευματίσουν
Aorist past tense
προγευμάτισα
προγευμάτισες
προγευμάτισε
προγευματίσαμε
προγευματίσατε
προγευμάτισαν
Past cont. tense
προγευμάτιζα
προγευμάτιζες
προγευμάτιζε
προγευματίζαμε
προγευματίζατε
προγευμάτιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
προγευμάτιζε
προγευματίζετε
Perfective imperative mood
προγευμάτισε
προγευματίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'μπερδεύω':

None found.