- Αν έρθω εκεί... θα πρέπει να υπογράψω τις επετηρίδες και λόγω έλλειψης χρόνου... θα καταφεύγω σε ανόητες αφιερώσεις... | The minute I walk into that room, I'm suddenly gonna have to sign yearbooks, and since I'm severely crunched for time, I'm gonna have to resort to classic clams like, |
Μισώ όταν χρειάζεται να καταφεύγω στην άσκηση μυών. | I hate having to resort to flexing muscle. |
Ξέρετε, με στεναχωρεί που πρέπει να καταφεύγω σε απειλές μαζί σας. | It saddens me that I have to resort to threats with you girls. |
Προσωπικά μισώ που καταφεύγω σε τόσο μεσαιωνικές πρακτικές, και θα προτιμούσα να με συντροφεύσεις για γεύμα. | Hmm? I personally hate to resort to such medieval methods and would much prefer you join me for supper. |
- 'κουσα τι είπε, και ήταν προσβλητικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να καταφεύγεις στη βία. | I heard what he said, and it was offensive, but that doesn't mean you resort to violence. |
Όταν ζορίζουν τα πράγματα, καταφεύγεις στην λογοκλοπή, ε; | Well, when the going gets rough, resort to plagiarism, huh? |
Όταν κανείς δεν πουλάει καταφεύγεις σε οποιαδήποτε μέσο, από εκβιασμό σε εκφοβισμό. | Nobody sells because you will resort to any lengths, from blackmail to intimidation. |
Αυτό λέγεται σύνδρομο Winona. Όταν έχεις τα πάντα... και καταφεύγεις σε μικροκλοπές για φτηνή έκσταση. | Well, they call it Winona Syndrome when you have everything and you resort to petty theft for the cheap thrill. |
Όταν άτομα με καλή συνείδηση έχουν μια έντιμη διαμάχη, πρέπει μερικές φορές να καταφεύγουμε σε τέτοιο σύστημα. | When people of good conscience have an honest dispute, we must still sometimes resort to such an adversarial system. |
Δεν καταλαβαίνω γιατί καταφεύγουμε σε πόλεμο ενώ υπάρχουν κι άλλες λύσεις; | Why did they resort to war? There are other ways to settle differences. |
Δεν καταφεύγουμε σε βία. Αλλά πρόκειται για τον συνεχή υπερλειτουργό. | Normally, we wouldn't resort to violence but we are dealing with the continuum transfunctioner. |
Εννοώ, πως θυμώνουμε και καταφεύγουμε στη βία... | l mean, getting angry and resorting to violence... |
Μήπως καταφεύγετε στον κανιβαλισμό λίγο γρήγορα; Έτσι είναι ο νόμος του τόπου κε. | Aren't you resorting to cannibalism quickly? |
Υπόδειγμα πολίτη. Αυτό σημαίνει να φέρεστε με τρόπο που είναι υπεράνω μομφής και ποτέ να μην καταφεύγετε στη βία. | That means behaving in a way that is beyond reproach and never resorting to violence. |
δεν θα έπρεπε να καταφεύγετε σε μάχη για να λύσετε τα πράγματα. | you shouldn't resort to fistfights to resolve things. |
Όταν εξάπτεται το πάθος τους, καταφεύγουν στη βία, και καθώς δεν μπορούν ν' απευθυνθούν στις αρχές, φτιάχνουν αυτά τα παραμύθια. | When their passions become inflamed they resort to violence and then they cannot turn to the law so they make up these fantastic tales. |
Απλά δε χρειάστηκε πότε μέχρι τώρα να την επιβάλουμε. Αφού οι περισσότερες νεαρές έχουν μάθει να μην καταφεύγουν στην σωματική βία ως τρόπο έκφρασης. | We've just never had to apply it before, since most of our young ladies have been taught not to resort to physical violence as a means of expression. |
Αυτά είναι gonna να προσπαθεί φορές εξαιρετικά και οι άνθρωποι είναι θα καταφεύγουν σε απεγνωσμένα μέτρα. | These are gonna be extremely trying times and people are gonna resort to desperate measures. |
Για να περάσουν στην αντεπίθεση, καταφεύγουν στις χειρότερες μεσαιωνικες πρακτικές. | To fight back, it resorts to the worst medieval practices. |
Ένιωσα πως ήθελες να με πτοήσεις... και κατέφυγα σε λίγο ανταγωνισμό. | It's just—it felt like you were trying to unnerve me, and... I resorted to a little gamesmanship myself. |
Ήμουν πάντα περήφανος που δεν κατέφυγα στη βία άχρηστο σκουπίδι. | I've always been proud of the fact I never resorted to violence, you worthless piece of trash. |
Βασικά, κατέφυγα σε κάτι ακόμα πιο ακραίο. | Actually, I resorted to something more exotic. |
Γι' αυτό κατέφυγα στον εκβιασμό και σ' έκανα να φέρεις τη Σάντζανα στο πάρτι. | That's why I resorted to blackmail... and got you to bring Sanjana to this party. |
- Και κατέφυγες στη βία; | So you resorted to violence? |
Να βρω αυτό το άτομο που ζητούσες απε- γνωσμένα να δει πως κατέφυγες στον φόνο. | To find the person you were so desperate to see that you resorted to murder. |
Οπότε κατέφυγες στη δολιοφθορά, μαζί του. | So you've resorted to sabotage, no doubt involving him. |
- Και τι είπε; - Δεν τον ένοιαζε που κατέφυγε σε φόνο. | He didn't care that he'd resorted to murder. |
Έτσι κατέφυγε στην steaIing. | So you resorted to stealing. |
Όταν το ανακαλύψαμε, ότι δεν μπορούσε να αφήσει κληρονόμο στο Βασίλειο η γιαγιά σου κατέφυγε σε μια πολύ παλιά παράδοση αναζητώντας κληρονόμο από έναν σοφό. | When it was discovered, he couldn't give the Kingdom an heir your grandmother resorted to an age-old tradition of begetting an heir from a sage. |
Αν ο Νίκολα κατέφυγε σ' αυτή τη μέθοδο επικοινωνίας, έχει προφανώς πολύ λίγες επιλογές. | If Nikola resorted to this method of communication, he obviously has very few options. |
Ενώ οι διακοπές μας έφταναν στο τέλος τους καταφύγαμε σε μια πολύ ελεεινή μέθοδο | As our vacation neared the end we resorted to a very shabby method |
- Γι' αυτό καταφύγατε στο φόνο; | Is that why you resorted to murder? |
Όπως επισήμανε ο Στρατηγός, οι Εσφίνοι όχι μόνο κατέφυγαν στην κατασκοπεία αλλά αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τα προηγμένα ανδροειδή εδάφους. Συνήθως τα κρατούν για πιο ανεπτυγμένες τεχνολογικά δυνάμεις. | Not only have the Espheni resorted to espionage, as General Porter has pointed out, but they have been forced to deploy their superior terrain droids, usually reserved for more technologically advanced forces. |
Πολλοί από αυτούς, κατέφυγαν στον κανιβαλισμό, για να μην πεινάσουν. | Many of them, uh, resorted to cannibalism, in order not to starve. |
Το σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης εκμηδενίστηκε, Και οι τραπεζίτες κατέφυγαν στην παλιά συνταγή: | Their World Government's schemes thwarted, the bankers resorted to the old formula: |
Έπρεπε να καταφύγετε στην απάτη. | You've had to resort to cheating. |
Αν καταφύγετε στη βία... θα έχετε σωρούς νεκρών και τραυματιών. | But Chamberlain, resort to violence and you'll have mountains of dead and wounded men. |
Πιστεύεις πως θα χρειαστεί να καταφύγετε στη βία; | Do you think you'll have to resort to violence? |
Τότε θα καταφύγετε σ'άλλες τακτικές. | Then you will resort to other tactics. |
"Και εν τέλει, καταφεύγοντας στην αισχρότητα και τα σκουπίδια" "το Καναδικό Κανάλι μ' αυτόν τον τρόπο" "καταλήστεψε την αθωότητά μας"... | And to that end, by resorting to filth and garbage, the Canada Channel has thusly... - Robbed us of our innocence. |
"Τότε αποκρύπτουν το θύμα μέσα τους..." "καταφεύγοντας στην βία εναντίον άλλων." | They must then conceal the victim in themselves by resorting to violence against others. |
Όχι καταφεύγοντας σε σωματική βία! | - Not by resorting to physical violence. |
Και σπάνια, είναι δυνατόν να ικανοποιήσουμε αυτές τις ανάγκες... καταφεύγοντας στη μάχη όταν η απόδραση αποδεικνύεται άχρηστη. | And it is rarely possible to satisfy those needs... by resorting to combat when escape proves Ineffective. |
Όντως τα πολιτικά κόμματα, που αγωνίζονται για ελευθερία έχουν καταφύγει σε πορνεία και υπόθαλψη; | Have the political parties, struggling for freedom.. ..resorted to prostitution and pandering? |
Δεν θα είχες καταφύγει σε τέτοια άκρα. | You would not have resorted to such extremes. |
Είναι απελπισμένος και έχει καταφύγει σε ποιο επίδοξα μέτρα για να σας αποσπάσει την προσοχή από το νόμιμο στόχο σας. | He's desperate and he has resorted to skillful measures... in order to distract you from your rightful goal. |
Είχα καταφύγει σε μέτρα απελπισίας και δεν ήμουν ο μόνος. | I had resorted to desperate measures, and I wasn't the only one. |