Θα ρυμουλκείς αυτοκίνητα για το υπόλοιπο της ζωής σου, και κα θα κάνεις κοντοστούπη γιο σαν εσένα! | You'll be towing cars for the rest of your life and you'll have a midget son like you! |
Γιατί δεν ρυμουλκείς το αριστερό μου παπάρι φίλε. | Why don't you tow my left nut, pal. |
Δεν είναι κανόνας οτι δεν ρυμουλκείς αμάξι με αναμμένα φλας? | Isn't it a rule you can't tow a car with its flashers on? |
Μη μας ρυμουλκείς. | Don't tow us. |
Έτσι τον ρυμουλκούμε για να μην χάσει την δουλειά του. | So we tow him back to avoid him loosing his job. |
Το ρυμουλκούμε. | Well, we're towing' it in. |
Τον ρυμουλκούμε τον αλήτη. | We have your bandit in tow. |
Ήρθε στη μάντρα μου και είπε ως δικηγόρος μου και ως φίλος της Εισαγγελείας, ότι ξέρει τι κάνω, χρησιμοποιώντας τα αυτοκίνητα που ρυμουλκούμε για να μετακινήσω ναρκωτικά. | Well, he came to my lot and he said, as my lawyer and as a friend of the state's attorney's office, he knew what I was doing, using the cars we towed to move drugs. |
Θα είμαι εκεί όταν το ρυμουλκούν, μις Τάγκαρτ. | Oh, yes. I'll be there when she's towed off, Miss Taggart. |
Θα είναι στο πλοίο όταν το ρυμουλκούν. | He's gonna be aboard when they tow her off. |
Δε μας ρυμουλκούν; | We're not bein' towed, Are we? |
Χειρίζονται τις κλίμακες για εμάς και ρυμουλκούν τις παράνομες εξέδρες.. | They run the scales for us and tow any rigs that are illegal. |
Μας ρυμουλκούν! | We're being towed. |
Ένα φορτηγό-ψυγείο έμεινε στον δρόμο και το ρυμούλκησα. | An ice cream truck wiped out on the road. We had to tow it. |
Χθες βράδυ ρυμούλκησα το αμάξι του διευθυντή σου. | Last night I towed your principal's car. |
Το ρυμούλκησα. | I had it towed. |
- Ναι. Το ρυμούλκησα μετά την σύγκρουση. | I had it towed back here after the crash. |
Εντόπισες το αυτοκίνητο στη μάντρα και μετά το ρυμούλκησες στη έρημο, εκεί που ήξερες ότι δεν θα το βρίσκαμε. | Tracking the car to the junkyard and then towing it all the way out to the desert where you knew we wouldn't find it. |
Ελπίζω να μην ρυμούλκησες το φορτηγό μου με ανεβασμένο το χειρόφρενο. | I hope you didn't tow my van with the handbrake on. |
Νομίζω ότι ρυμούλκησες το αυτοκίνητό μου. | I think you may have towed my car. |
Περίμενε, ρυμούλκησες ένα αυτοκίνητο 1.5 τόνων, και δεν θυμάσαι που το πήγες; | Wait a minute,you towed a 3,500-pound car, you can't remember where you took it? |
Κοίτα, ρυμούλκησες ένα αυτοκίνητο για έναν δολοφόνο. | Look,you towed a car for a serial killer. |
Καφκαρίδη, ετοίμασε την τροχαλία και ρυμούλκησε τις αλυσίδες. | Kafkarides, sand channels, pulleys and tow chain. |
Αυτός είναι ο άνθρωπος που μας ρυμούλκησε. | Oh, oh, this is the man who towed us in: |
Μια από τις μοίρες τους βρήκε να τριγυρνάνε άσκοπα και πριν από λίγο τους ρυμούλκησε. | Yes. One of our squadrons found it adrift and towed it in a short while ago. |
Το αστρόπλοιο Μαλίντσε μας ρυμούλκησε σπίτι. | The Starship Malinche had to tow us home. |
Την επόμενη μέρα, το ρυμούλκησε. | Next day she had it towed. |
Όταν το ρυμουλκήσαμε- | When we towed her in... |
Ναι, το ρυμουλκήσαμε από το πάρκινγκ δίπλα στους καταρράκτες. | Yes, it was towed from the parking lot next to the falls. |
- Τον ρυμουλκήσαμε. | We towed it in. |