'ρα, Ενρίκε, αν κόψω μόνο τον ένα θα κουτσαίνεις όπως εγώ. | So you see, Enrique, if I only cut the one you'll limp like I do. |
- Ακόμα κουτσαίνεις. | You're still limping. |
- Γιατί κουτσαίνεις; | - Where did you get that limp? |
Ive πήρε μελάνωμα στα κόκαλά μου, σπονδυλική στήλη, πόδια, ήπατος, των πνευμόνων και κουτσαίνει. | I've got melanoma in my bones, spine, legs, liver, lung and limps. |
Αλλά αυτός ο τύπος με το όνομα Μπιονγκ Τζιν που κουτσαίνει εξαιτίας του Ταε Σικ πήγε με τον Τσο Παν Σου που ήταν νταβατζής, εκείνη την εποχή και ανέλαβε την πόλη. | But this guy named Byungjin who limps because of Taesik teamed up with Cho Pansu who was a pimp then and took over town. |
Δεν ξέρω αν ήταν επειδή δεν έτρωγε σωστά. Αλλά άρχισε να κουτσαίνει. | I think he limps because he didn't eat properly. |
Είναι διαφορετικά με κάποιον που κουτσαίνει. | You know, it's different with someone who limps. |
Η Σουζάν, η ιδιοκτήτρια κουτσαίνει λίγο αλλά ποτέ δεν της χύθηκε ποτήρι. | That's Suzanne, the owner. She limps a little but she's never spilt a drink. |
Και οι δύο κουτσαίνουμε, έτσι; | - Hey, we're- we're both limping', huh? |
Αα, κουτσαίνετε. | Uh, you're limping. |
Γιατί κουτσαίνετε; | Why are you limping? |
Σωστά, δε θα σας σκοτώσω, αλλά δε θα πειράζει αν κουτσαίνετε λίγο. | I wouldn't kill you, but it wouldn't matter if you limped a little. |
Αυτά τα σκυλιά έχουν εκπαιδευτεί για να κουτσαίνουν. | Those dogs are trained to limp. |
Κι αν δε μπορεί να το κάνει, να τους σπάσει τα πόδια... ώστε να τους ξεχωρίζ ουμε, επειδή θα κουτσαίνουν. | And if He cannot turn their hearts... may He turn their ankles... so that we may know them by their limping. |
Μερικές φορές δεν κουτσαίνουν, μέχρι να σταθούν για λίγο. | Sometimes they don't limp until they've stood awhile. |
Ξέρεις... εγώ είδα αυτά τα ανάπηρα παιδιά να κουτσαίνουν στο πεζοδρόμιο καθώς πηγαίνω στην δουλειά, και εγώ απλά γελούσα και γελούσα, και σκέφτηκα, "Έι, βάλτα αυτά σε ένα βιβλίο!" | You know, I'd see these crippled kids limping down the sidewalk on my way to work, and I would just laugh and laugh, and I thought, "Hey! Put that in a book!" |
Οι άνθρωποι δεν κουτσαίνουν σε όλες τις χώρες; | Don't people limp in every country? |
- Το δύο κούτσαινε! | - I think the two horse was limping! |
Αλλά κούτσαινε, οπότε είχε πράγματι χτυπήσει. | But he was limping, so... I guess he did hurt his little stem. |
Διαισθάνομαι ότι κούτσαινε κιόλας. | I'm sensing he was limping as well. |
Καταρχήν προσέκρουσε στο έδαφος πολύ γρήγορα, και κούτσαινε. | He hit the ground at a pretty good clip, plus he was limping to begin with. |
Ο Γερμανός κούτσαινε. | The German was limping. |
"Νεκροί" "ζούμε σαν απέθαντοι" "κουτσαίνοντας τριγύρω, λαχταράμε μυαλά" | [lively band music] * dead * * living as a zombie * * limping around, craving brains * * dead * * your reanimated body * * is pus, bile, and oozing veins * |
- Στο Κάιρο. Σας ευχαριστώ, Εξοχότατε. Μάλλον θεωρώ τον εαυτό μου ως όρνεο που πετά μπροστά από τα Στούκας κουτσαίνοντας λίγο. | I rather like to think of myself as a vulture who flies ahead of the Stukas limping a little. |
Ε, ο ένας χτυπιέται μόνος του και είναι νεκρός, ο άλλος επιστρέφει κουτσαίνοντας και αιμορραγώντας. | Hey! One guy is up there dead, another comes back limping and bleeding. |
Εμφανίζεται μια εικόνα. Από απόσταση, μας πλησιάζει κουτσαίνοντας. | An image appears... in the distance, limping toward us. |
Και ήταν κουτσαίνοντας. | And he was limping. |