- Τώρα άκουσε με. Δεν σε πληρώνω παραπάνω για να χώνεις το κεφάλι σου | I am not paying you extra so you can stuff |
Tριγυρίζεις και χώνεις τη μύτη σου παντού. | You're fooling around with stuff that's none of your business. |
Ήταν αρκετά χάλια, αλλά την δουλειά του την έκανε να χώνεις πράγματα μέσα. | It looked pretty lame, but it worked, you know, for putting stuff in or whatnot. |
Για πάντα, θα είσαι η κοπέλα που χώνεις πράγματα εκεί μέσα. | Forever and ever, you're the girl that sticks stuff up there. |
Μην χώνεις την μύτη σου στις δουλειές των άλλων. | Keep your nose out of other people's stuff. |
Κανείς δεν σου χώνει 300 γρ. κοκαίνης για να σε σκοτώσει. | Nobody stuffs 1 0 ounces of coke down your gut just to kill ya. |
Ναι, μερικοί αλλά με το ρυθμό που η γριά μου θα του τα χώνει στο λαρύγγι αμφιβάλω αν θα βρει χρόνο να τα βγάλει απ' το κωλο-πακέτο! | Yeah one or two but the rate the old girl stuffs them down his neck, I'm surprised shes got time to take them out the bleeding packet |
Τελικά, ο μικρός υπηρέτης που είχε μαζί του ορμάει στα αλλαντικά και χώνει μια φέτα στο στόμα του. | Finally, his wee laddie breaks for the cold meats and stuffs a slice in his mouth. |
- Εντάξει... τον χώνουμε σε ένα κλίβανο. | Just the three of us? - Okay, we stuff him in a furnace. |
Γιατί δεν τον χώνουμε στο ψυγείο και να το πετάξουμε στην λίμνη; | Why don't we stuff him in a cooler and set him adrift? |
Απλά τη χώνετε βαθιά μέσα σας και έχετε το νου σας. | You just stuff it deep down inside and keep an eye on it. |
- Οπότε το έχωσα κάτω από το κάθισμα. | - So I just stuffed it under the seat. |
Ας πούμε ότι έχωσα πολλά κουνελάκια σ' αυτό το κουστούμι. | Let's just say I stuffed a lot of bunnies in that suit. |
Και τότε που έχωσα το μπλε τζίνι στην ηλεκτρική σκούπα και το έδιωξες, θυμάσαι; | Hey, how about that? Now what about the time when I stuffed the Blue Djinn in the vacuum, and you got rid of him. Remember? |
Λοιπόν, την επόμενη φορά πρέπει να φας τη μπάρα πρωτεΐνης που έχωσα στην τσέπη σου. | Well, next time you should eat the protein bar I stuffed in your pocket. |
Ναι, έχωσα κάποια πράγματα για να δείχνω χοντρός. | Yes, I stuffed some things up there to make me look fat. |
Ήταν ατύχημα. Ήταν ατύχημα όταν τον έχωσες στη βαλίτσα μαζί με την κεταμίνη και τον πέταξες στο ποτάμι; | Was it an accident when you stuffed him in a suitcase with the ketamine and threw him in the river? |
Αν δεν θέλεις να μας πεις τι συνέβη, ίσως προτιμάς τους ενόρκους να ακούσουν πώς συνέθλιψες τα πλευρά ενός κοριτσιού ειδικών αναγκών. Μετά της έχωσες μια κουβέρτα στο στόμα της. | If you don't want to tell us what happened, maybe you would prefer a jury to listen to how you crushed the ribs of a special needs child and then stuffed a blanket in her mouth. |
Δε μιλάω για τη Ντότι... επειδή το γιο της Ντότι, τον έχωσες στο ψυγείο. | And I'm not talking about Dottie-- 'cause Dottie's son, you stuffed him in that freezer. |
Μήπως ο Χάουαρντ Μπέρτζες σε διέταξε να σταματήσεις και τον έχωσες στην τουαλέτα; | Did Howard Burgess ask you to stop And so you stuffed him in a toilet? |
Οπότε χθες έχωσες αυτό στο σώμα αυτής της γυναίκας! | So yesterday you stuffed this in that woman's body! |
- έχωσε επίσης το πουκάμισο του - το πουκάμισο μου. | - he also stuffed his shirt -- - my shirt. |
Άνοιξε το ντεπόζιτο, έχωσε κάτι μέσα... | Open gas tank, stuffed something inside, |
Έσκισε τα όργανά μου και τα έχωσε σε βάζα. | He ripped out my organs and stuffed them in jars! |
Έτσι, πήρε δυο χάπια και τα έχωσε στα αυτιά της. | So she took a couple of pills and stuffed them in her ears. |
Δηλαδή κάποιος από εμάς τον σκότωσε και τον έχωσε στην αποθήκη; | You mean one of us killed him and stuffed him in that utility room? |
Τον χώσαμε σε μια βαλίτσα. | We stuffed him in a briefcase. |
Όταν με έχωσαν στο πορτ-μπαγκάζ, κατάλαβα... ότι ήταν φίλος της Καρλότας, και εγώ εχθρός τους. | When they stuffed me in the trunk I realised he was a friend of Carlotta, and I was their enemy. |
Αφότου σκότωσαν την αιχμάλωτή τους κι έχασαν έτσι τα λύτρα, έχωσαν το πτώμα της Μαίρη Σίλινγκ στο ψυγείο. | Her death was the result of a self-administered overdose. After killing their captive and ruining their chances of collecting a ransom the Costellos stuffed Ms. Schilling's body into the refrigerator. |
Γύρω στο 1 ,30 μ. Εξαρτάται πώς τον έχωσαν εδώ μέσα. | I'd say about 4 feet, depending on ... how he's stuffed in there. |
Καλά, αν αυτοί δολοφόνησαν τον τύπο και τον έχωσαν σε μία καπνοδόχο, αυτό δεν με εκπλήσσει. | Well, if they murdered the guy and stuffed him down a chimney, that's not surprising. |
Με νάρκωσαν, μου έκαναν ηλεκτροσόκ και με έχωσαν σε ένα παιχνιδάκι των Beatles. (Yellow Submarine= Κίτρινο Υποβρύχιο, από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των Beatles) | I've been drugged, electrocuted,stuffed in a Beatles toy. |
Όταν έρθουν προς το μέρος σας, χώστε τους ένα δολάριο στο στόμα. | So when they walk up to you, quickly stuff a dollar bill in their mouth. |
Έκανα τα πάντα για να κρατήσω έναν τόπο εγκλήματος καθαρό, και τότε κάποιος ένστολος θα εμφανιζόταν χώνοντας την μούρη του, πετώντας ένα περιτύλιγμα από χάμπουργκερ στα πόδια μου. | I used to bust my ass to keep a crime scene pristine, and then some uniform would wobble over, stuffing his face, drop a hamburger wrapper right at my feet. |
Αφού τις είχε χώσει κάτω από τα ρούχα του, θα του ήταν σημαντικές. | Well, if he had them stuffed under his clothes, they must have been important to him. |
Είχε χώσει στις τσέπες της όλα μου τα κουτάλια! | She had all my spoons stuffed in her pocket. Ha! |
Κάποιος είχε χώσει ένα παράξενο κρέας στις τσέπες. | Somebody stuffed some strange meat in the pockets. |
Τον είχαν χώσει σε μια υδρορροή. Βγήκε η σχάρα με τη βροχή και επέπλευσε ο Πιτ. | We think he was stuffed in a drainpipe, till a grate busted in the rain, and... up came Pete. |