- Ή θα φάω εκεί που έχεσα. | - Or eat where I shat. |
Δεν έχεσα εδώ και 3 μέρες. | I haven't shat for three days. |
Και τώρα θα φάω εκεί που έχεσα. | And now I shall eat where I shat. |
Και τώρα πρέπει να ζητήσω συγνώμη σ' εκείνον τον ολλανδό βλάκα που έχεσα χθες. | Now to apologize to that little Dutch idiot I shat on yesterday. |
- Ή θα φας εκεί που έχεσες. | - Or eat where you shat. |
Ίσως επειδή έσπασες το παράθυρο του έκλεψες την φούντα του και έχεσες στην μπότα του. | Maybe because you smashed his window, stole his weed and shat in his boot? |
Αλλά αυτό που εννοούσε ήταν "Σ' αγαπώ, φίλε... αλλά με μαχαίρωσες πισώπλατα, και ήρθες κι έχεσες στο στόμα μου"; | Right, now, was he saying, "I love you, man, "but you have stabbed me in my back, "and you've gone and shat in my mouth"? |
"Και μετά η 'ννα Καρένινα έχεσε στο στήθος του." | "and then anna karenina shat on his chest." |
- Το άλογο έχεσε! | - The horse has shat! |
Αυτή η χοντρούλα τα κατάπιε και τα έχεσε σε ένα μπολ. | This fat old woman, she swallowed the lot and shat them out into a bowl. |
Αυτός έχεσε παντού! | He shat everywhere! |
Και χέσαμε! | And we shat! |
Λες και τον έχει χέσει κανένα περιστέρι στο κεφάλι. | Looks like a pigeon shat on his head. Yeah. |