Με πέτυχες στην ανάγκη και με στύβεις. | You got me by the short hairs. Go ahead and squeeze. |
Μην τα στύβεις τόσο πολύ. | Yeah, don't squeeze the milkers too much. |
Ένα εμπόρευμα... ένα ατελείωτο μέσο τροφοδοσίας όλων των πολύτιμων αγαθών πίσω στο 2149 για να γεμίζουν τις δικές τους βρώμικες τσέπες, για να στύβουν μέχρι η Τέρρα Νόβα να δώσει και την τελευταία πνοή ζωής της. | A commodity, an infinite pipeline to pump precious resources into 2149 to line their own filthy pockets, to squeeze till Terra Nova gives up its last breath of life. |
Αρπάζουν την ζωή και την στύβουν μέχρι να την ξεζουμίσουν. | They grab life and squeeze until the juice flows. |
Οι παγωμένοι χυμοί κι αυτοί σε κουτάκι είναι πιο δημοφιλείς από ποτέ... αλλά οι περισσότεροι εργένηδες που ξέρουμε... προτιμούν να στύβουν μόνοι τις τομάτες τους. | "Canned and frozen juices are more popular than ever these days..." "but most bachelors we know would prefer to squeeze their own tomatoes." |
Στην επαρχία, όταν έρχεται κάποιος διάσημος, τον στύβουν σαν λεμόνι. | Out here we squeeze a celebrity dry, Iike a lemon. |
- Τι παράξενο. Να σας βάλω ένα χυμό φρέσκιας λεμονάδας που έστυψα; | Well, why don't I pour you a glass of fresh-squeezed lemonade instead? |
Το έστυψα εγώ ο ίδιος. | And I squeezed them myself. |
Μόλις τον έστυψα. | It's fresh squeezed. |
- Τον έστυψα ο ίδιος το πρωί. | - I squeezed it myself this morning. |
Σου έστυψα φρέσκια πορτοκαλάδα. | I squeezed some fresh orange juice for you. |
Αλλά με έστυψες σαν λεμόνι. | But you squeezed me like a lemon. |
Μαρτζ, κάποιος έστυψε τη ζωή απ' αυτά τα παιδιά. | Marge, someone squeezed all the life out of these kids. |
Ο Γκοτζίλα εκδιώχτηκε όταν η Πασίφικ Φαρμακευτική έστυψε τα μούρα για το φάρμακο της... και από αυτό... | Godzilla was squeezed out when Pacific Pharmaceuticals squeezed berries for its medicine... and from it... which one? |