Με τους φίλους του, στήνει ένα πελώριο δίχτυ, έξι μέτρα ψηλό. | With his friends, he erects a vast net six metres high. |
Λίγους μήνες μετά την πτήση του Σέπαρντ... συνοριακοί φρουροί της Αν. Γερμανίας... στήνουν το Τείχος του Βερολίνου. | A few months after Shepard's flight, East German border guards start erecting the Berli |
Φαίνεται σαν να στήνουν μια εξέδρα. | - Looks like a stage is being erected. |
Διαδηλώσεις είχαμε και στην επαρχία... όπου για πρώτη φορά οι χωρικοί έστησαν οδοφράγματα... γύρω από τη Νάντη, ως συμπαράσταση... στους φοιτητές και τους εργάτες. | Riots have also broken out in the provinces, where farm laborers have erected barricades around Nantes... |
Δημοτικές μπυραρίες και κάβες κάηκαν ολοσχερώς... και η αστυνομία έχει στήσει μπλόκα σε όλες τις εισόδους του δήμου. | Municipal beer halls and liquor stores have been burned down... and police have erected roadblocks at all township entrances. |
Ο Ερυθρός Σταυρός έχει στήσει καταφύγια... σε σχολεία, γυμναστήρια και εκκλησίες... για να βοηθήσει τους τρομοκρατημένους πολίτες. | All right. Here's a recap of the crisis as it stands. Throughout the city shelters are being hastily erected out of schools, churches and synagogues in an attempt to house the shaken citizens. |
ζούσαμε στο Γκρινγουιτς εκείνη την εποχή, και η Μάργκαρετ είχε στήσει αυτό το δέντρο. | We were living in Greenwich at the time, and Margaret had erected this tree. |