Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ποινικοποιούμαι (am crimilized) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ποινικοποιούμαι
ποινικοποιείσαι
ποινικοποιείται
ποινικοποιούμαστε
ποινικοποιείστε
ποινικοποιούνται
Future tense
θα ποινικοποιηθώ
θα ποινικοποιηθείς
θα ποινικοποιηθεί
θα ποινικοποιηθούμε
θα ποινικοποιηθείτε
θα ποινικοποιηθούν
Aorist past tense
ποινικοποιήθηκα
ποινικοποιήθηκες
ποινικοποιήθηκε
ποινικοποιηθήκαμε
ποινικοποιηθήκατε
ποινικοποιήθηκαν
Past cont. tense
ποινικοποιούμουν
ποινικοποιούσουν
ποινικοποιούνταν
ποινικοποιούμαστε
ποινικοποιούσαστε
ποινικοποιούνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
-
Perfective imperative mood
ποινικοποιήσου
ποινικοποιηθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Random

πικραναστενάζω
pique
πίνω
drink
πλένω
wash
πλέω
sail
ποιμαίνω
flood
ποιούμαι
be crimilized
πονώ
do
πουτανίζω
απόλυτη αντιστοιχία
πρήζω
create
προβληματίζω
μπερδεύω

Other Greek verbs with the meaning similar to 'am crimilized':

None found.