"Σίλβιο αγαπημένε, ξέρω πόσο με ποθείς, αλλά μην το γράφεις στα γράμματά σου, επειδή η μητέρα μου τα διαβάζει , και νιώθω ντροπή. | "Silvio, I know you desire me, but don't write so in your letters, because mom reads them, and I feel ashamed. |
- Δε με ποθείς πια; | You don't desire me anymore? |
-...συνέχεια. -Γι' αυτό ποθείς άλλες γυναίκες. | - Hence your desire for other women. |
Έξω απ'το δάσος μην ποθείς να βγεις! | Out of this wood do not desire to go. |
Ίσως έχω κάτι που ποθείς. | I may have something you desire. |
"Η πραγματικότητα ποθεί τον εαυτό της" "φτιάχνει ένα σώμα από αστραπη, λυγίζει και κοιτάει τον εαυτό της" | Desired reality desires itself, invents a body of lightning, bends over, and looks at itself. |
- Εννοώ ότι... σε ποθεί. | I mean he... desires you. |
Ό,τι ποθεί η καρδούλα σου. | Anything your heart desires. |
Όποιο ποθεί η καρδιά σου. | Whichever one your heart desires. |
Αν ποθεί σφόδρα να με σκοτώσει, θα με σκοτώσει. | If he so earnestly desires to kill me, he will kill me. |
Καθώς παλεύουμε ν' αρπάξουμε αυτά που ποθούμε... αυτά που νομίζουμε ότι θα βελτιώσουν τη ζωή μας... χρήματα, δημοτικότητα, δόξα... παραβλέπουμε όσα είναι πραγματικά σημαντικά, τα απλά πράγματα... όπως τη φιλία, την οικογένεια, την αγάπη. | Shaw was right: as we strain to grasp the things we desire... the things we think will make our lives better... money, popularity, fame... we ignore what truly matters... the simple things: like friendship, family, love. |
Το πράγμα που έχει γίνει απειλεί να μας ανατρέψει από την θέση που ποθούμε. | The thing he has become now threatens to turn us both from desired position. |
Επειδή δεν μας αγαπάτε ή δεν μας ποθείτε ότι έχετε νικήσει; | Do you think because you don't love us or desire us... or even like us, you think you've won? |
"Εκεί που αγαπούν, δεν ποθούν. "Εκεί που ποθούν. | "Where they love, they have no desire. |
Όλοι οι άντρες την ποθούν! | All of the world desires her! |
Ώστε θέλεις όλοι οι άντρες να σε ποθούν, αυτό είναι το πρόβλημα για αυτό νευρίασες μαζί μου. | So it was your idea your desire, that is what wrongs, that why you so angry with me |
Αλλάζει τους ανθρώπους σε όντα που τον ποθούν. | So he changes people into beings who want and desire him. |
Αν ο φίλος μας μιμηθεί πολλές φορές ότι τον ποθούν... πιστεύει ότι θα γίνει επιθυμητός και αποδεκτός. | You put it together, our boy imitates being wanted and desired enough times, he believes he'll become one who is wanted and desired. |
Ότι θα είχα κάνει έρωτα μαζί της ή απλώς ότι την πόθησα; | That I' made love to her....? ...or that I just desired her ? |
Αν θυμηθώ όλες τις κοπέλες που ερωτεύτηκα ή πόθησα μοιάζουν με ρώσικες κούκλες... | If I think about all the girls I've known or slept with or just desired, they're like a bunch of Russian dolls. |
Κι εγώ σε πόθησα απ'τη στιγμή που σε γνώρισα. | [Falk:] And I desired you from the first moment we met. |
Ο έρωτας του γεννήθηκε Όταν με πόθησε | Love came to him when he desired me |
Δεν έχω ποθήσει κάτι τόσο πολύ ποτέ ξανά, Γιατρέ. | Like nothing I've ever desired before, Doctor. - I shall induce stasis. |
Κάθε μεσήλικας εργένης που δεν έχει ποθήσει την χαρά της οικογένειας, και που ξοδεύει το χρόνο του κάνοντας ατέλειωτες κατακτήσεις, προσπαθεί ν' αποδείξει κάτι που είναι αδύνατον να καταφέρει. | It seems to me any middle-aged bachelor who has never desired the basic rewards of wife and family and finds it necessary to occupy the major portion of his life making one conquest after another is trying to prove something he can never possibly prove. |
Και θα περνούσα κάθε ώρα και στιγμή ποθώντας να την πνίξω με στοργή; | And would I spend every waking moment desiring to smother the other with affection? |