Προσπάθησα να τον κάνω να καταλάβει ότι ναυάγησα στο κανάλι. Τι φρικτό! | I was trying to make him understand there'd been a shipwreck in the channel. |
Αλλά σίγουρα φαινόταν να ενδιαφέρεστε όταν σας έλεγα γι΄αυτά τα νησιά στις Νότιες Θάλασσες όπου και ναυάγησα. | But you certainly seemed interested when I told you about those islands in the South Seas where I was shipwrecked. |
Χαίρομαι που ναυάγησα και είμαι εδώ για να σε υπερασπιστώ. | I'm glad I was shipwrecked and am here to defend you. |
Θυμάσαι που σου είπα, πως ναυάγησα εδώ; | Remember how I told you I was shipwrecked here? |
Πριν δυο χρόνια, ναυάγησα στις ακτές της Παταγονίας... και μας φέρθηκαν με λιγότερη βαρβαρότητα. | Two years ago, I was shipwrecked off Patagonia and treated less barbarously. |
Και ναυάγησες όπως εμείς και σε έριξαν άδικα στην φυλακή. | And you were shipwrecked, like us, foully thrown into this jail. |
Λοιπόν, κε 'ρντεν, απ' ότι κατάλαβα, η γυναίκα σου, Έλεν Γουάγκσταφ 'ρντεν ήταν μέλος μιας ανθρωπολογικής αποστολής που ναυάγησε ανοικτά των ακτών της Ινδοκίνας. | Well, Mr. Arden, as I understand it, your wife, Ellen Wagstaff Arden was a member of an anthropological expedition... - ...shipwrecked off the coast of Indochina. |
Ξέρω έναν νέο που ναυάγησε στις Μπαχάμες. | This chap I knew got shipwrecked in the Bahamas. |
΄Ολα αυτά δεν άλλαξαν επειδή ναυάγησε το πλοίο. | All that hasn't changed just because we were shipwrecked. |
Ξέρεις το ανέκδοτο με τον Εβραίο που ναυάγησε σ' ένα ερημονήσι; | You know the joke, a Jew's shipwrecked on a desert island? |
Ανυπομονώ να πω στον Σάντεκερ ότι δεν θα'ρθεις στο μουσείο επειδή ένας σύνδεσμός σου, απ'τον υπόκοσμο της Νιγηρίας, βρήκε στοιχεία από θωρηκτό του εμφυλίου που ναυάγησε - Καταιγίδα της Αφρικής. | I can't wait to tell Sandecker that you're not gonna be at the museum tonight because one of your contacts from the Nigerian underworld has found evidence of a Civil War ironclad shipwrecked |
Δηλαδή, σαν κάτι να ναυαγήσαμε; | So, what are we, like, shipwrecked? |
Απλώς είμαι τσαντισμένη που ναυαγήσαμε. | - I'm just... I'm just cranky, you know, from being shipwrecked. |
Αφού ναυαγήσαμε, η ομάδα μου συνέχισε να ψάχνει για την πηγή της μετάδοσης. | After we shipwrecked, my team continued to search for the transmission source. |