Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Μπουμπουνίζω (boom) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
μπουμπουνίζω
μπουμπουνίζεις
μπουμπουνίζει
μπουμπουνίζουμε
μπουμπουνίζετε
μπουμπουνίζουν
Future tense
θα μπουμπουνίσω
θα μπουμπουνίσεις
θα μπουμπουνίσει
θα μπουμπουνίσουμε
θα μπουμπουνίσετε
θα μπουμπουνίσουν
Aorist past tense
μπουμπούνισα
μπουμπούνισες
μπουμπούνισε
μπουμπουνίσαμε
μπουμπουνίσατε
μπουμπούνισαν
Past cont. tense
μπουμπούνιζα
μπουμπούνιζες
μπουμπούνιζε
μπουμπουνίζαμε
μπουμπουνίζατε
μπουμπούνιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
μπουμπούνιζε
μπουμπουνίζετε
Perfective imperative mood
μπουμπούνισε
μπουμπουνίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'boom':

None found.