"Αν διψάς", είπε η υπηρέτρια, "ξεπέζεψε η ίδια..." | "'lf you are thirsty,' said the waiting maid, |
- Αν διψάς, καλύτερα να... | - Lucas, if you are thirsty, would you just... |
- Γι' αυτό διψάς; | That's why you are thirsty? |
Αν διψάς, μπορείς να αποτελειώσεις το μήλο σου. | If you are thirsty, you may finish your apple. |
Όποιος διψά, θα έρθει μαζί μου κι όποιος πιστέψει σε μένα, θα πιει. | Whoever is thirsty should come to me, and whoever believes in me should drink. |
Ξέρεις ποιος άλλος διψά; Δεν ξέρεις; | Do you know who else is thirsty? |
Eλπίζω vα διψάτε. | Hope you guys are thirsty. |
Αν διψάτε, ελάτε μέσα να πιείτε λίγη λεμονάδα ή κρύο τσάι. Σωστά, υπέροχα. | If you guys are thirsty, you can come inside for some lemonade or iced tea. |
Tα παιδιά στην Ατλάντα διψούν Και οι μπίρες στο Tεξαρκάνα περιμένουν | # The boys are thirsty in Atlanta and there's beer in Texarkana |
Tα παιδιά στην Ατλάντα διψούν και στο Tεξαρκάνα οι μπίρες περιμένουν | # The boys are thirsty in Atlanta and there's beer in Texarkana |
Ελπίζω η Τζο κι ο Φλακ να διψούν. | I hope Jo and Flack are thirsty. |
Ναι, αλλά πήγα μέσα να πάρω ένα σπράιτ επειδή δίψασα... και αν έπινα σπράιτ δεν θα δίψασα πια. | Yep, but, uh, I went inside To get a soda because I was thirsty, And if I had a sod I wouldn't be thirsty anymore, |
'κουσα ότι ο δουλευταράς μου δίψασε. | I heard my hard worker was thirsty. |