"Δύο εραστές, χώρια ο ένας απ' τον άλλο..." "πόλεμος διχάζει τους δικούς τους" | ♫ Two lovers, forbidden from one another... a war divides their people,... ♫ |
Και αυτά που η Επαρχία διχάζει... εμείς τα ενώνουμε. | And those who the province divides... we unite. |
Ο ξάδελφος σου διχάζει. | Your cousin divides opinion. |
Ακόμα και στον αγώνα, τα αφεντικά μας διχάζουν. | Even in the fight, the bosses divide us. |
Αυτές οι τρεις φάσεις επικυρώνουν τα καλύτερα στοιχεία τόσο της φιλελεύθερης, όσο και της συντηρητικής προοπτικής που μας διχάζουν τόσο καιρό και τα συμφιλιώνει σε ένα νέο επίπεδο, γύρω από τη μη-παραβίαση, μια θεμελιώδη ηθική που όλοι μοιραζόμαστε. | These three stages validate the best of both the liberal and conservative perspectives that have divided us for so long and then reconcile them at a new level, around non-violation a core ethic we all share. |
Ναι, και σύμφωνα με τα χαρτιά, διχάζουν την καρδιά σου. | Mm-hmm, and, according to the cards, they divide your heart. |
Συνομωτούν εδώ και εκατοντάδες χρόνια... για να διχάζουν τους λαούς μας. | They have plotted for hundreds of years... to divide our people. |
Από ότι φαίνεται το έργο μου δίχασε την κοινότητα, αλλά δεν θα αποθαρρυνθώ. | Turns out my play has divided the community, but I shall not be deterred. |
Ο Πόστ ήταν αυτός που δίχασε τους αδελφούς Κέλογκ! | Post is what divided the Kellogg brothers, man! |
Ο Χασάν μας δίχασε, μας φίμωσε με τη συγκαταβατική συμφωνία ειρήνης και υποδούλωσης στους αμερικάνους. | Hassan has torn us apart, muzzled us, divided us with his condescending peace treaty of subjugation to the Americans. |
Προτού ασχοληθώ με το πώς το metal δίχασε τον κόσμο θα ήθελα να ερευνήσω ένα ζήτημα που δίχασε τους οπαδούς του metal. | Before the issue of how the heavy metal has divided people, I want to explore a subject that has long divided by the metalheads: |
Έτσι λοιπόν διχάσαμε την ανθρωπότητα. | And so we have divided the world into two parts. |
Την αγέλη μας τη δίχασαν άνθρωποι που μας θέλουν σκλάβους τους. | Our pack has been divided by people that want us to be their slaves. |
Και οι δυο είναι ένοχοι για προώθηση διακρίσεων, διχάζοντας την ανθρωπότητα σε αποκλειστικές ομάδες, χωρίς να είναι βασισμένες σε κάποια απόδειξη. | Both are guilty of facade discrimination dividing humanity up into exclusive groups based on no evidence |
Αν τους αφήναμε την ευχέρεια να εξαπλώσουν την παραφροσύνη... οι μαθητές του Ιησού θα μας είχαν διχάσει. | Should they have been left the chance to spread their madness... the followers of Jesus would have divided us. |
Είστε αυτός που ξεκίνησε αυτή η διαμάχη το οποίο έχει διχάσει το λαό μας και δημιούργησε ένα χάσμα ανάμεσα σε όλους μας. | You are the one who started this feud which has divided our people and created a rift between all of us. |
Ρόμαν η αποκήρυξη της Βίβλου των Βρικολάκων κι η εμμονή σου στην κοσμική ζωή, έχει διχάσει τους βρικόλακες. | Roman... your dismissal of the vampire Bible, your focus on mainstreaming above all else has divided vampires everywhere. |