Για να τα δαμάζεις, τα βάζεις στο βάθρο. | Now, when you tame them, you gotta put them on a pedestal. |
Γιατί δεν δαμάζεις ένα λιοντάρι προκαλώντας το. | Because you don't tame a lion by provoking it. |
Φέγγει το βράδυ και λέει "Θηριοδαμαστής" με κόκκινα γράμματα νέον, για να δαμάζεις και το βράδυ. | It lights up at night saying "Lion Tamer" in big red neon letters, so you can tame them after dark, |
- Σαν να τους δαμάζει. | You could say it tames them. |
Τίποτα δεν δαμάζει τα άγρια σύνορα όπως ένας ασταμάτητος δολοφόνος. | Nothing tames the wild frontier like an unstoppable killer. |
Τους μαλώνουμε, τους δαμάζουμε και τους μετατρέπουμε σε εργατική δύναμη. | We wrangle them, tame them, and turn them into a workforce. |
# Ποτέ δεν το δαμάζουν... | - They will never tame him |
Η ικανότητα των Μογγόλων να δαμάζουν τα άλογα... έχει κάνει αυτούς τους νομάδες κυρίαρχους της στέπας. | The Mongols'ability to tame horses has made these nomads masters of the steppe. |
Αυτό που σου λέω, Ταγματάρχα είναι... ότι εγώ δάμασα αυτό το μέρος. | What I'm telling you, Major... I tamed this place. Me. |
Σε δάμασα... | I tamed you... |
-Ναι, χελωνόσουπα. -Χαίρομαι που τον δάμασες. | Yes, I know, turtle soup.'s Great that you have tamed his wild hair. |
- Tο δάμασε το άλογο. | She certainly tamed that horse. |
Δούλευε όλη τη νύχτα και είτε το πιστεύετε είτε όχι δάμασε τον λέβητά μας! | He's worked all night long and, believe it or not, he has tamed that boiler of ours. |
Η Μέγκαν Σέπαρντ δάμασε το θηρίο κι έτσι ο Μίντναϊτ και η αναβάτης του είναι κανονικά στον αγώνα. | Megan Shepard has tamed the beast and Midnight and his courageous rider are officially in the race. - Yeah. |
Η Μέγκαν όχι μόνο δάμασε το θηρίο, αλλά ιππεύει σαν σίφουνας. | Miss Shepard not only tamed the beast, - she's riding him like a whirlwind. |
Η Πεντάμορφη δάμασε το Τέρας. | Well, beauty tamed the beast. |
11:46 μόλις 14 λεπτά νωρίτερα οι άνθρωποι δάμασαν την φωτιά. | 11:46 only 14 minutes ago humans have tamed fire. |
Επέζησαν από το φλεγόμενο ξίφος, δάμασαν τη βάναυση καρδιά. | They have survived the burning blade, tamed the savage heart. |
Οι πρόγονοί μας έμαθαν πως να διαμορφώνουν το περιβάλλον τους, δαμάζοντας άγρια ζώα και φυτά, καλλιεργώντας την γη και σχηματίζοντας καταυλισμούς. | Our ancestors learned how to shape their environment taming wild plants and animals cultivating land and settling down. |
Σε άλλους πολιτισμούς, έχουμε πάει αυτή τη γνώση παραπέρα, δαμάζοντας και αναπαράγωντας τα άγρια κοπάδια, κάνοντάς τα πειθήνια και υπάκουα. | In other cultures, we have taken this mastery a step further, taming and breeding the wild herds, making them docile and easy to handle. |
- Ακόμα δεν σε έχει δαμάσει; | Has she tamed you yet? |
Ένας πρέπει να δαμάσει το Μαγικό Ταμ-Ταμ και να αφεθεί στο δάμασμα. | One must tame the Magic Tom-Tom and let oneself be tamed. |
Έχοντας κατακτήσει τον άνεμο και δαμάσει την καταιγίδα... κράτησε τα άστρα στην τροχιά τους... και τη Γη στην περιστροφή της γύρω από τον άξονά της, ο Αφέντης Στιούαρτ ξαπλώνοντας για να αναπαυτεί, είδε ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό όνειρο. | Having captured the wind, tamed the storm, kept the stars in their orbits and the earth turning on its axis, the Chief Steward, lying down to take his rest, had a most disturbing dream. |
Όλοι συμφώνησαν ότι οι άριστες Χριστιανικές αξίες είχαν δαμάσει τις πιο άγριες καρδιές. | Everyone agreed that good Christian values had tamed the most savage of hearts. |
Δεν είμαι σίγουρη αν τον έχω δαμάσει. | I'm not sure if he's been tamed or not. |