Όταν η σάρκα εξασθενεί το πνεύμα ακμάζει. | The flesh withers as the spirit flourishes. |
Γύρω απ' αυτές τις κορυφές, ενισχυμένη από το καθημερινό φως του ήλιου η θαλάσσια ζωή ακμάζει θεαματικά. | Around these peaks invigorated by daily sunshine marine life flourishes in spectacular abundance. |
Ειλικρινά, πιστεύω ότι το δημιούργημά μου μεγαλώνει και ακμάζει, απορροφώντας ενέργεια και τροφή από οτιδήποτε ακουμπά. | I sincerely hope that my creation grows and flourishes, extracting energy and nutrients from all it touches. |
Η Βαϊκάλη είναι η παλαιότερη λίμνη στον κόσμο και παρά τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν η ζωή ακμάζει εδώ στην ερημιά. | Baikal is the oldest lake in the world and, despite the harsh conditions, life flourishes here in isolation. |
Η αυτοκρατορία σου ακμάζει, Δάσκαλε Shredder. | Your empire flourishes, Master Shredder. |
Έτσι, εφ' όσον αυτή η πολύτιμη συγκομιδή ελέγχεται κατάλληλα, οι αποικίες θα συνεχίσουν να ακμάζουν. | So, as long as this valuable harvest is properly controlled, the colonies will continue to flourish. |
Αλλά, νοτιότερα, τα καλοκαίρια διαρκούν πιο πολύ και τα λιβάδια ακμάζουν. | But further south, summers are longer and the grasslands flourish. |
Είθε οι εμπορικές συναλλαγές μας να συνεχίσουν ν'ακμάζουν! | May our trade continue to flourish! |
Είθε οι επιχειρήσεις σου να συνεχίσουν ν' ακμάζουν, και ανυπομονώ για την ημέρα που θα συμμετέχεις πάλι στη λατρεία. | May your enterprises continue to flourish, and I look forward to the day you join us again in worship. |
Και οι ελεύθεροι σκοπευτές συνεχίσουν να ακμάζουν. | and the snipers continue to flourish. |
Επέζησες απ' αυτό τότε, στην πραγματικότητα άκμασες. | You survived it then, in fact you flourished. |
Όμως, ένα είδος ζωής άκμασε σε αυτό το βάναυσο περιβάλλον. Βακτήρια που παρήγαγαν θανατηφόρο αέριο υδρόθειου ως απόβλητο. Αυτή ήταν και η τελευταία σταγόνα. | But one kind of life flourished in this brutal environment... bacteria that produced deadly hydrogen sulfide gas as a waste product. |
Η ιδιοφυΐα άκμασε εδώ. | Genius flourished here. |
Καθώς η Ka'iulani μεγάλωνε, η χώρα της άκμασε. | As Ka'iulani grew, her island nation flourished. |
Λέει την ιστορία του άλλου κόσμου που άκμασε κάποτε εδώ. | It tells the story of that other world that once flourished right here. |
Ο 10ος Μεγάλος μας Δάσκαλος ο Chen Suo Le άκμασε | Our 10th Grandmaster Chen Suo Le flourished it |
Εξοπλισμένοι με γλώσσα και κυνηγετικές ικανότητες, ακμάσαμε. | Equipped with language and hunting skills, we flourished. |
Το αμερικανικό παιχνίδι με το ίδιο "όνομα" άκμαζε με τη γέννηση του "Super Bowl" και ΤΙς πρώτες τηλεοπτικές συμβάσεις . | The American game of the same name was flourishing with the birth of the Super Bowl and the first network television contracts. |
Εμείς οι τρείς, είμαστε η απόδειξη ότι η πανίσχυρη φυλή μας ίσως ακμάσει και πάλι. | We three are proof that our mighty race might once again have flourished. |
Κατά τη διάρκεια των αιώνων, αμέτρητα τα είδη έχουν ακμάσει... και κατόπιν εξαφανιστήκαν. | Over the eons, countless species have flourished... then perished. |
Να είσαι ένα με όλα τα έμβια πράγματα... που, έχουν προκύψει και ακμάσει... κι επιστρέφουν στην ησυχία απ' όπου ήρθαν. | Be at one with all these living things which, having arisen and flourished return to the quiet whence they came." |
Ο σκοπός του Τμήματος Οργανωμένου Εγκλήματος είναι να καταστρέψει τον κύκλο της εκφόβισης, της διαφθοράς και της βίας μέσω του οποίου έχει ακμάσει η Μαφία για παραπάνω από μισό αιώνα. | The purpose of the Organized Crime Division is to destroy the cycle of intimidation, corruption, and violence through which the Mafia has flourished for the better part of half a century. |
Τι θα συνέβαινε αν η επιστημονική παράδοση των αρχαίων Ιώνων Ελλήνων είχε ευημερήσει και ακμάσει? | What if the scientific tradition of the ancient Ionian Greeks had prospered and flourished? |