Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αιματοκυλώ (shed blood) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αιματοκυλώ
αιματοκυλάς
αιματοκυλά
αιματοκυλούμε
αιματοκυλάτε
αιματοκυλούν
Future tense
θα αιματοκυλήσω
θα αιματοκυλήσεις
θα αιματοκυλήσει
θα αιματοκυλήσουμε
θα αιματοκυλήσετε
θα αιματοκυλήσουν
Aorist past tense
αιματοκύλησα
αιματοκύλησες
αιματοκύλησε
αιματοκυλήσαμε
αιματοκυλήσατε
αιματοκύλησαν
Past cont. tense
αιματοκυλούσα
αιματοκυλούσες
αιματοκυλούσε
αιματοκυλούσαμε
αιματοκυλούσατε
αιματοκυλούσαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αιματοκύλα
αιματοκυλάτε
Perfective imperative mood
αιματοκύλησε
αιματοκυλήστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'shed blood':

None found.