Αλλά αν κάποιος αδιαφορεί για ευτυχία... αδιαφορεί σε όλα. | But you see, a man who is indifferent to his own unhappiness... is indifferent to everything. |
Η Καρολάιν Mπίγκλεί θεωρεί ότι ο αδερφός της αδιαφορεί... για μένα και από καλοσύνη θέλει να με προειδοποιήσει. | Caroline Bingley believes her brother is indifferent to me, and she means to put me on my guard. |
Στερούνται φιλοδοξίας και αδιαφορούν για το τι θα φάνε, θα ακούσουν ή θα δουν. | They lack ambition and are indifferent to what they eat, listen to, or see. |