Πώς νομίζεις ότι αισθάνομαι ... όταν αναγκάζομαι να υπομένω αυτές τις πρωτόγονες συνθήκες; | How do you think I'm feeling... being forced to endure these primitive conditions? |
Τόσο πικρό να υπομένω που ο ίδιος ο θάνατος θα ήταν λίγο χειρότερος. | So bitter to endure that death itself would be but little worse. |
Εγώ έχω μάθει να υπομένω. | My way is to endure. |
'λλος ένας σαν αυτόν, και θα με αναγκάσετε...να υπομένω τον Χριστιανισμό. | One more like that, and you will force me... to endure Christianity. |
Από τότε που μπήκα στην Ακαδημία, έπρεπε να υπομένω τους ανθρώπους. | Ever since I entered the Academy, I've had to endure the egocentric nature of humanity. |
Πρέπει να είναι πολύ στενάχωρο, να έχεις κάποιον άγνωστο να ψαχουλεύει τα προσωπικά σου αντικείμενα, να υπομένεις τέτοια... | That must be so violating to have... some absolute stranger pawing through your personal belongings... and to endure that sort of... Wait! |
Αγαπημένη μου κόρη πρέπει να μάθεις να υπομένεις τον πόνο. | My dearest daughter you have to learn to endure the pain |
~Ο πόνος που υπομένεις αντί για εμένα ~ | ♬ The pain that you endure through instead of me ♬ |
Ξέρεις πως είναι να υπομένεις, αυτή την βρωμιά; | Do you know what it's like to endure this kind of filth? |
Όταν κοιμάσαι έξω, είναι δύσκολο να υπομένεις τέτοιες θερμοκρασίες, οι οποίες είναι... καταραμένα κρύες. | Sleeping outside, it's hard to endure such temperatures, which are... damned cold. |
Θα το υπομένουμε. | We shall endure. |
Τότε πως το υπομένουμε; | Then how do we endure it? |
Δεν μπορείτε να καταλάβετε το τίμημα που έπρεπε να πληρώνουμε γι αυτό που είμαστε. Ο πόνος που έπρεπε να υπομένουμε. | You can't possibly understand the price we've had to pay for what we are, the suffering we've had to endure. |
Οι ισχυροί θα εκδιωχθούν από τις παρακμιακές φωλιές τους... και θα εξοστρακιστούν στον ψυχρό κόσμο που ξέρουμε και υπομένουμε! | The powerful will be ripped from their decadent nests and cast out into the cold world that we know and endure! |
Αλλά υπομένουμε... Επειδή στο τέλος της μέρας, δεν θέλουμε να το περάσουμε μόνοι μας. | but we endure... because at the end of the day, we don't want to go it alone. |
Δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη... όσο υπάρχουν κάποιοι που υπομένουν τόσο πόνο. | There can be no peace... while others endure such pain. |
'Η ίσως οι γυναίκες έπρεπε να γίνουν ηρωίδες λόγω του πόνου που έπρεπε να υπομένουν στη ζωή. | Or maybe women had to be their own heroes because of the pain they had to endure in life. |
'Η είναι αυτή η λέξη ένα ναρκωτικό, που χρησιμοποιούν οι εξευτελισμένοι για να υπομένουν τη ζ ωή τους; | Or is that word a drug, which the humiliated use so as to be able to endure? |
Θα σας εκπλήξει να μάθετε ότι κάποιοι από τους μεγαλύτερους ηγέτες έπρεπε να υπομένουν μεγάλες αποτυχίες. | It might surprise you to know that some of history's greatest leaders have had to endure some pretty great failures. |
Είσαι μια επιπλοκή της λαχτάρας του Χένρυ που εκείνοι υπομένουν. | You are a complication of Henry's lust that they endure. |
Αλαΐς, υπέμεινα τη μακροζωΐα που μου έδωσες με κενό στην καρδιά μου, ένα κενό που εξαπλώθηκε μέχρι που ξεπέρασε την ίδια την καρδιά. | Alais, I have endured the long life you gave me with emptiness in my heart, an emptiness that has spread until it became bigger than my heart itself. |
Και για να τους γλυτώσω από τον πόνο, υπέμεινα μια αγωνία χειρότερη από τον θάνατο. | And to spare them pain, I endured an agony worse than death. |
Καταλαβαίνεις ότι εγώ υπέμεινα μια φρικτή γέννα και θάνατο... για να γεννήσω το παιδί που κρατάς. | You do realize I had to endure horrendous labor and actual death birthing the child that you're holding. |
Όταν διάλεξε εσένα για αφέντη της, το υπέμεινα. | When she picked you as master, I endured it. |
Αν υπέμεινα ένα μαστίγωμα για κάθε θάνατο στη συνείδησή μου, 40 δεν θα ήταν αρκετά. | If I'd endured a lash for each death on my conscience, a 40 wouldn't have begun to cover it. |
Φυσικά, όταν φαντάζομαι τι υπέμεινες... | Of course, when I imagine what you've endured... |
Ειλικρινά δεν νιώθεις τίποτα γι' αυτό το κορίτσι... που είχε τη μοίρα να ζήσει την ίδια ζωή που υπέμεινες εσύ; | Do you honestly feel nothing for this girl, a girl fated to live the same life that you've endured? |
Το μόνο που υπέμεινες εσύ είναι ένα δυσάρεστο ειδύλλιο και άγχος εξετάσεων στην νομική. | All you've endured is an unhappy love-affair and law-exam anxiety. |
Κι εσύ, αγαπητή μητέρα, υπέμεινες τα περισσότερα. | And you,dear mother, endured it most of all. |
- Για όλα όσα υπέμεινες, νομίζαμε, νόμιζα ότι απέδρασες μέσα από τις σήραγγες εκείνο το βράδυ. | - Everything that you endured, we thought... I thought that you escaped through the tunnels that night. |
Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον έχασε όλες τις μάχες που έδωσε. Αλλά υπέμεινε! | but he endured. |
Αφού οι Βερασίτες ανέπτυξαν την εξαιρετικά πολυπόθητη τεχνολογία τους για την αλήθεια σχεδόν πριν από πέντε αιώνες ο πολιτισμός υπέμεινε ριζικές αλλαγές σε κοινωνικές συμπεριφορές και φιλοσοφίες. | actually, harper does have a point. after the verasites developed their highly coveted truth technology nearly five centuries ago, the culture endured radical shifts in social behaviors and philosophies. |
Κι η φρίκη που υπέμεινε. | And the horror she's had to endure. |
Ήμουν στο πλευρό του, ενώ θρηνούσε για την απώλεια του, ενώ υπέμεινε δίκη, την κακοδικία και την επανάληψη της δίκης ότι αδίκως καταδικάστηκε για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. | I was at his side while he grieved over his loss, while he endured trial, mistrial and the retrial that wrongfully convicted him of a crime he did not commit. |
Μετά κοίταξα αυτό το μέρος και το χάος που υπέμεινε... τον τρόπο που προσαρμόστηκε, κάηκε, λεηλατήθηκε... ξανακτίστηκε, και πήρα μια διαβεβαίωση. | Then I looked around in this place, at the chaos it's endured the way it's been adapted, burned, pillaged then found a way to build itself back up again, and I was reassured. |
Και μετά υπομείναμε περίπου 20 λεπτά από αυτό. | And then we endured about 20 minutes of this. |
Όλοι έχουμε τις ιστορίες μας και υπομείναμε πολλά επιδρομείς, επιδημίες, πλημμύρες. | We all have our stories, and we've endured a lot: Raiders, epidemics, floods. |
Κι οι δυο υπομείναμε τον πατέρα μας. | We both endured our father. |
Αφού υπομείναμε τόσο πόνο και βάσανα, έμοιαζε... ασφαλής επιλογή. | After having endured so much pain and suffering, he seemed a safe choice. |
- Επειδή όλη αυτή η περιπέτεια κάθε σταλιά πόνου και μαρτυρίου που υπομείναμε όλοι μας ήταν το αποτέλεσμα μιας τραγικής και βασικά περίεργης παρεξήγησης. Την οποία σκοπεύω να διορθώσω. | - Because this entire affair, every ounce of pain and suffering that all of us have endured has been the result of a tragic and, frankly, mysterious misunderstanding... one I intend to correct. |