Δεν αρκεί που παίρνει τα λεφτά μας, μπαμπά; Πρέπει να τον ζητωκραυγάζω κιόλας; | I have to cheer him on too? |
Πρέπει να ζητωκραυγάζω σε πραγματικό χρόνο. | I have to cheer in real time. |
Υποθέτω ότι θα αγοράσω μερικά σνακ και θα έρθω να ζητωκραυγάζω για το εκπομπή. | I guess I'll buy some snacks and come to cheer for the program. |
Αλλά όταν δεν είσαι εδώ να με ζητωκραυγάζεις... πώς θα καταφέρω να το ξεπεράσω; | But when you're not here cheering me on... how am I gonna make it through this? |
Αν διάβαζες τουλάχιστον το μισό από όσο ζητωκραυγάζεις, θα ήσουν σε καλή φόρμα. | If you studied half as much as you cheer, you'd be in great shape. |
Δεν νομίζεις πως πρέπει να πάρεις πομ πομ και να ζητωκραυγάζεις για τον άντρα σου; | Don't you think you should go get pompoms and cheer your man on? |
Δεν χρειάζεται να ζητωκραυγάζεις. | You don't really have to cheer. |
Δεύτερο ημίχρονο, πρέπει να ζητωκραυγάζεις. | Second half, you got to cheer. |
Η Καπύη για μια ακόμα φορά ζητωκραυγάζει το όνομά σου. | Capua cheers your name once more. |
Κανείς δεν σε ζητωκραυγάζει, όταν λύνεις μια πολύπλοκη εξίσωση. | No one cheers for you when you solve a Vogel-Fulcher-Tammann equation. |
Οι ομάδες είναι έτοιμες... και το πλήθος ζητωκραυγάζει για άλλη μια φορά την ομάδα του Χιούστον, με επικεφαλής τον ρωμαλέο Τζόναθαν Ε. | Each team concludes its huddle, and the crowd cheers once again as this Houston audience greets its team, led by the stalwart athlete Jonathan E. |
Που ζητωκραυγάζει. | Who cheers. |
Το να μπαίνεις στο στάδιο και το κατάμεστο πλήθος να σε ζητωκραυγάζει... να ξέρεις πως η βραδιά που ακολουθεί είναι δική σου... και πως για τις επόμενες μία-δύο ώρες, ο κόσμος σού ανήκει... και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να το αποτρέψουν. | Walking into the arena, hearing the cheers of a sellout crowd, knowing it's going to be your night. And for an hour or two, the world is yours and there's nothing they can do to stop it. |
Όταν ο Αιδεσιμότατος κύριο Πλαίηφαιρ, ο καλύτερος άντρας της χρονιάς, κατηφορίσει, θέλω όλοι μας να ζητωκραυγάζουμε, σα να είμαστε Προτεστάντες. | When the Reverend Mr Playfair comes down, I want us all to cheer like Protestants. |
Απλά να πάμε να ζητωκραυγάζουμε. | Just go and cheer. |
Για ποιούς θα ζητωκραυγάζουμε; | What are we supposed to cheer? |
Γιατί ζητωκραυγάζουμε; | What are we cheering' for? |
Ελπίζω να το θυμάσαι όταν ζητωκραυγάζουμε ημίγυμνες γι' αυτές. | I hope you remember this moment When we're sweating our asses off cheering for those girls half-naked. |
Έπρεπε να ζητωκραυγάζετε. | You should be cheering. |
Δεν υπάρχει λόγος να σηκώνεστε και να ζητωκραυγάζετε. | There's nothing to stand up and cheer about. |
Η διάγνωσή μου λέει ότι ζητωκραυγάζετε για την αντίπαλη ομάδα. | I'm diagnosing you as cheering for the wrong team. |
Μη ζητωκραυγάζετε πολύ δυνατά. | Don't cheer too loud. |
Σας αρέσει να ζητωκραυγάζετε. | you guys love to cheer. |
- Οι άνθρωποι ζητωκραυγάζουν. | - People cheering. |
-Ακούω παιδιά να ζητωκραυγάζουν. | - Annie? ! - I can hear children cheering. |
-Τα πλήθη θα ζητωκραυγάζουν. | -Crowds cheering. |
[Όλοι ζητωκραυγάζουν] | [All cheering] |
[Παιδιά ζητωκραυγάζουν] | [Children cheering] |
Όπως όλοι στην Αμερική, ζητωκραύγασα όταν έβαλε το γκολ στο Σούπερ Μπόουλ και τον στηρίζω και τώρα που θέτει το παράδειγμα για τα παιδιά του Κεντάκι. | You know, like everyone else in America, I cheered when he made that unbelievable super bowl run and I'm cheering for him now that he's setting such a fine example for Kentucky's children. |
Ποτέ στην ζωή μου δεν ζητωκραύγασα τόσο δυνατά. | I've never cheered so hard in my life. |
Όταν κέρδισε ο Ραίγκαρ, όλοι ζητωκραύγασαν για τον Πρίγκιπά τους. | When Rheagar won, everyone cheered for their Prince. |
Με ζητωκραύγασαν και χόρεψαν μέσα στην τάξη. | They slapped me on the back, cheered and danced around the classroom. |
Ήταν σαν να ζητωκραύγαζες καθώς το έκανες αυτό κάπως έτσι: | It was like you were cheering while you were doing it. |
Για αυτό χειροκροτήστε και ζητωκραυγάστε για την ομάδα του Γουέστ Μπεβ. | So put your hands together, give a loud West Bev cheer for your team. |
Τότε σηκωθείτε και ζητωκραυγάστε τον ιππότη σας. | Stand up and cheer for your section's knight! |
Ήρθε η ομάδα του χόκεϋ και ο μπαμπάς κι η μαμά, ζητωκραυγάζοντας... | The hockey team showed up and Mon and Dad were there cheering. |
Κάθε Ιρλανδός που αγαπά την σημαία και την χώρα θα έχει αγκαλιά το ράδιο, απόψε, ζητωκραυγάζοντας για τον Τζίμι. | So every clover-loving Irishman worth his salt will be huddled around a radio tonight, cheering good ol' Jimmy on. |
Στο κορίτσι, ήταν απίστευτα. Κέννυ, το μόνο που έκανες αφού σε κατούρησε η γάτα στο πρόσωπό σου ήταν να τρέχεις γύρω γύρω ζητωκραυγάζοντας. | Kenny, all you did after the cat peed in your face was start running around in circles cheering. |