Αρχίζω κάπως να ειδικεύομαι στο... | I'm kind of starting to specialize in elder law. |
Αν ειδικεύεσαι | If you specialize - |
Ρον, εσύ έφτιαξες όλα αυτά τα κουτιά ή ειδικεύεσαι σε κάτι...; | So, Ron, do you make all different sizes of boxes, or do you specialize in a certain...? |
Σκέψου το. Ήδη ειδικεύεσαι στο σπιτικό φαγητό... πάντρεψέ το με μία πιο πικάντικη πινελιά. | You already specialize in comfort food... marry that with a creole or Cajun twist. |
Όπως μπορείτε να δείτε κύριε, ειδικευόμαστε σε όλους τους τρόπους, ...για να γιορτάζουμε τα γενέθλια του προσωπικού του τμήματος ενσωμάτωσης. | As you can see, sir, we specialize in all aspects of celebrating D.O.I. staff birthdays. |
Αλλά εμείς ειδικευόμαστε στην Αγγλοσαξονική λογοτεχνία. | But we specialize in Anglo-Saxon literature. |
Είναι το είδος της ανοησίας που ειδικευόμαστε, κε. πρόεδρε. | That's the kind of nonsense we specialize in, judge. |
Εδώ στην Χόφμαν και Τερκ ειδικευόμαστε στις αγωγές κατά νεκρών. | Here at Hoffman and Turk we specialize in suing the dead. |
Εμείς ειδικευόμαστε στις πολύ κλασικές ταινίες. | We specialize in movie classics. |
Η Βιργινία μας είπε ότι ειδικεύεστε σε παραφυσικά φαινόμενα. | She says you specialize in the strange. |
Καταλαβαίνω πως εσείς ειδικεύεστε σε αυτό εδώ πέρα. | I understand you guys specialize in that around here. |
Μπορούμε να πούμε ότι ειδικεύεστε στην επιστημονική μελέτη του δαιμονισμού; | Would it be accurate to say that you specialize in the study of possession? |
'κου, ποτέ δε θα του το πω, αλλά είναι η καλύτερη μονάδα και από τους 4 κλάδους... και ειδικεύονται σε παρανοϊκές αποστολές. | Listen, listen, l would never tell him this, but they are the best clandestine unit in the four branches, and they specialize in the ridiculous. |
- Αντικαρκινικά φάρμακα. Φαίνεται ότι στο Αμβούργο, Τόκιο, και το Λας Βέγκας υπάρχουν νοσοκομεία που ειδικεύονται σε σπάνιες μορφές καρκίνου. | Hamburg, Tokyo, and Las Vegas all have hospitals that specialize in rare cancers. |
- Αυτές οι σελίδες ειδικεύονται στο να τρομάζουν τους ανθρώπους. | Those sites specialize in scaring people. |
- Σήμερα οι μεγαλύτερες εταιρείες δημοσίων σχέσεων στον κόσμο ειδικεύονται στη διαχείριση κρίσεων. | Today, one of the largest PR firms in the world specializes in the art of crisis management. |
I ειδικεύονται σε μείωση προφορά. | I specialize in accent reduction. |
- Πού θέλατε να ειδικευτείτε; | What did you want to specialize in? |
Και γιατί αποφασίσατε να ειδικευτείτε στους κατά συρροή δολοφόνους; - Μαμά. | And why did you decide to specialize in serial killers? |