Πάμε τώρα στο σημείο που με διαβεβαιώνεις ότι δεν είσαι μανιακός. | Let's skip to the part where you assure you're not a deranged stalker. |
Με διαβεβαιώνεις ότι θα είσαι διακριτικός; | You can assure me you'll be discreet? |
Με διαβεβαιώνεις περί αυτού; | Do you assure me? |
Με διαβεβαιώνεις; | Do you assure me? |
Είτε με διαβεβαιώνεις ότι θα αφαιρεθεί η τροπολογία ή φεύγω και σας κηρύσσω τον πόλεμο. | Either you assure me right now that amendment is out, or I am walking out that door and I am gonna start launching missiles. |
Σας διαβεβαιώνουμε, θα λάβουμε αμεσα νομικά μέτρα. | We will... I assure you, we will take legal steps immediately. |
Παρ' όλο που παραδεχόμαστε ότι το τρετόνιν δεν είναι χωρίς παρενέργειες, σας διαβεβαιώνουμε ότι, το καλό που μπορεί να κάνει υπερκαλύπτει ότι αρνητικό. | Although we fully admit tretonin is not without side effects, we assure you, the good it can do far outweighs any negative aspects. |
Σας διαβεβαιώνουμε ότι η απομόνωση στην οποία βρίσκεστε, αντιπροσωπεύει... πέρα από κάθε αμφιβολία... μια πράξη υπέρ του έθνους. | Be assured that the isolation in which you find yourselves... represents, above any personal considerations... an act of solidarity with the rest of the Nation. |
Αλλά σας διαβεβαιώνουμε εξαιτίας της σοβαρής επικινδυνότητας αυτών των τεστ οι ερευνητικές εγκαταστάσεις είναι αναμφίβολα... ..σύμφωνες με τα επίπεδα ασφαλείας της κυβέρνησης των ΗΠΑ ασφαλής σε περίπτωση βλάβης. | But we assure you, due to the extreme level of volatility of such tests the research facilities are unequivocally in accordance with the United States government level of standards fail-safe. |
Σας διαβεβαιώνουμε πως δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε. | We assure you there is no need to worry. |
Με διαβεβαιώνουν ότι είναι καλή. | They assure me it's a good one. |
Οι άντρες μου με διαβεβαιώνουν πως κανείς από τη βασιλική οικογένεια δεν ξέφυγε ζωντανός. | My men assure me that none of the royal family escaped alive. |
Με διαβεβαιώνουν, μιλόρδε πως ο βασιλιάς έρχεται. | I am assured, my lord the king is coming. |
Έχουμε φίλους στην Ουάσινγκτον που μας διαβεβαιώνουν ότι θα φροντίσουν τα προβλήματά σου. | We have friends in Washington who assure us these troubles can be taken care of. |
Μας διαβεβαιώνουν ότι θα στείλουν κάποιον αμέσως. | They assure us they will send someone immediately. |
Την διαβεβαίωσα πως σ' αυτή και την Κόντσα ποτέ δεν θα έλειπε τίποτε. | I assured her that she and Concha need never want for anything. |
Τους διαβεβαίωσα ότι δεν θα επέμβουμε... αν μεταφέρουν εκτός Ιταλίας τον Σπάρτακο και τους δούλους του. | I've assured them that we won't interfere... if they transport Spartacus and his slaves out of Italy. |
Τους διαβεβαίωσα ότι δεν ήμουν. | I assured them i wasn't |
Τον διαβεβαίωσα πως θα πείσεις τον υπουργό να κάνει μια εξαίρεση. | I assured them your Minister would treat them as a special case. |
Αλλά την διαβεβαίωσα ότι τιμάς πάντα τις αναβολές σου. | But I assured her that you always honor your rain checks. |
Με διαβεβαίωσες ότι θα σαλπάρουμε με τη νυχτερινή παλίρροια. | You assured me we would leave on the night tide. |
Μας διαβεβαίωσες ότι ο στρατός Wang θα ενωθεί με το δικό μας! | You assured us Wang Khan"s forces would unite with us! |
Με διαβεβαίωσες πως ο άγγλος αναγνώστης θα το βρει διεγερτικό; | You assure me the English reader will find this arousing... stimulating? |
Με διαβεβαίωσες πως, αν σε βοηθούσα, θα πρόσεχες την Ντες. | You assured me if I helped you, You'd be around to protect des. |
- Αδύνατο. Μας διαβεβαίωσες ότι θα ήμασταν ασφαλείς. | Impossible, you assured us, we would be safe. |
Ο κύριος Βάντας με διαβεβαίωσε ότι το παντελόνι σου είναι ειδικά κατασκευασμένο. | Mr. vadas assured me that you have your trousers specially made. |
- Ναι, αλλά... σε παρακαλώ διαβεβαίωσε τον Όσκαρ ότι θα το σκεφτείς. | - Yes, but... please assure Oscar that you will think about it seriously. |
Μα ο Ίσμαϋ προσωπικά διαβεβαίωσε τον κ. Άστορ ότι τα τηλεγραφήματά του θα έχουν προτεραιότητα. | - You heard me. But Ismay personally assured Mr. Astor that his telegrams would have priority. |
Με διαβεβαίωσε ότι ήσουν μια χαρά όταν έφυγες από εκεί. | He assured me you were in perfect health when you left there. |
Μόλις μας διαβεβαίωσε. | As she has just assured us, yes. |
Τους διαβεβαιώσαμε ότι με αντάλλαγμα την ασυλία και τα 10.800.000$ θα συνεργαστείς μαζί τους στην έρευνα και ότι αν επανέλθει η μνήμη σου... | Well, we've assured them that in exchange for immunity and, uh, $10.8 million, that you'll cooperate with the investigation, and that, if your memory does recover... |