Να βρομίζει το σπίτι μου με ακαθαρσίες. | Littering the rectory with his dirt. |
Πες του επίσης πως ο Ντιν βρομίζει και δε φοράει στο σκυλί του περιλαίμιο. | Also tell him that Dean littered and walks his dog without a leash. |
Φτάνει που έχω τη μαντάμ από τη μια μεριά έχω και τον γέρο από την άλλη, να βρομίζει τον τόπο. | Bad enough I've got madam living on one side, I've got that disgusting old bugger on the other, stinking the place out... |
Ο κόσμος νομίζει ότι οι μέθοδοί μας είναι ακραίες αλλά εμείς θα συνεχίσουμε να βρομίζουμε το πλοίο τους όσο αυτοί σκοτώνουν φάλαινες και δελφίνια. | People think our methods are extreme, but we'll keep making their boat stink as long as they are killing whales and dolphins! |
- Δεν βρομίζουν; | - They're messy, aren't they? |
Ο μπαμπάς έλεγε ότι υπάρχουν άνθρωποι που βρομίζουν... και αυτοί που καθαρίζουν. | Dad said there are people who make the mess... and people who clean up. |
Τα καναρίνια βρομίζουν περισσότερο. | Canaries are the messiest of all. |
Εδώ ο τόπος ήταν παράδεισος μέχρι που τον βρομίσατε. | It was paradise here until you mucked it up. |