Aυτοί μου έμαθαν πώς να βαδίζω σαν αυτόν και να μιλάω σαν αυτόν. | Your priests taught me everything. They taught me to walk, - and to talk like him! |
Αρχίζω τώρα να βαδίζω. | I am starting to walk now. |
Εντάξει, εντάξει, πρέπει να βαδίζω μαζί, αλλά δεν είμαι υποχρεωμένος να σε ακούω κιόλας. | Okay, I have to walk with you but I do not have to listen to you. |
Και έτσι, άρχισα να βαδίζω κατά μήκος του δρόμου και... | So I started to walk up the street and... |
Και μετά..μετά βγήκα έξω... και ένοιωσα... ένοιωσα τόσο υπέροχα που ήμουν ζωντανός, που άρχισα βαδίζω γρήγορα. | And then-- then I came outside... and it felt-- it felt so good to be alive that I started in to walk fast. |
"When you walk through a storm..." ("Όταν βαδίζεις μες στην καταιγίδα...") | ♪When you walk through a storm. |
"Ο δρόμος που βαδίζεις είναι γεμάτος αγκάθια, "και δεν φταις εσύ για αυτό. | The way you walk is thorny, through no fault of your own. |
"Πεθαίνω, κι' όμως εσύ βαδίζεις κάτω απ' τον ήλιο". | "I'm dying, yet you're walking under the sun." |
'ρχισες να βαδίζεις προς εμένα. | You started to walk toward me. |
- Απλά να βαδίζεις στο πάτωμα. | - I just want you to walk on the floor. |
- Ο Θάνατος βαδίζει σε τέσσερα πόδια | - Death walks on all fours. |
Ένας πραγματικά καλός μαχητής Καποέϊρα βαδίζει μες τις σκιές για να περάσει απαρατήτητος. | A really good Capoeira fighter walks within the shadows to go unnoticed. |
Ήταν ένα πρότυπο για την πόλη μας... και του τι σημαίνει να είσαι ένας άνθρωπος που βαδίζει σ' αυτό τον κόσμο... με ειλικρίνεια, τιμιότητα και ακεραιότητα. | He was a model to our town and of what it means to be a man who walks through the world with openness, honesty and integrity. |
Αγαπάω το έδαφος που βαδίζει επάνω, η αγαπημένη μου Ιρλανδέζα. | # I love the ground she walks upon # My darling Irish girl |
Αγαπάω το έδαφος που βαδίζει επάνω... | # I love the ground she walks upon... |
"Μαζί βαδίζουμε χέρι-χέρι. | "Together we walk, hand in hand. |
"ο δρόμος που βαδίζουμε... φτιάχτηκε με πέτρες που πληγιάζουν τα πόδια μας." | "the road we walk Was built with the stones that scar our feet." |
Ένας φίλος, μου είπε κάποτε: "Στη δουλειά μας βαδίζουμε στο σκοτάδι. | A friend once told me, in our line of work, we walk in the dark. |
Έχουμε διαφορετικούς στόχους αλλά βαδίζουμε τον ίδιο δρόμο. | We have different goals but we walk the same road. |
Ίσως βαδίζουμε πίσω στο τίποτα. | Maybe we're walking back to nothing. |
'Oτι οι φιγούρες σας παρουσιά- ζονται καλύτερα όταν βαδίζετε... κι ότι θα τις θαυμάζω καλύτερα απ' την τωρινή μου θέση. | That your figures are to best advantage when walking, and that I might best admire from my present position. |
Όταν τρέχετε, αυξάνετε την εσωτερική θερμοκρασία του σώματός μας... περισσότερο από όταν βαδίζετε, και όταν τρέχετε σε ένα καυτό μέρος όπως αυτό... η ανάγκη να ξεφορτωθείτε όλη αυτή την θερμότητα είναι μεγαλύτερη. | Now, when you're running, you're generating much more internal body heat than you do whilst walking, and when you're running in a hot place like this, the need to get rid of all that heat is even more pressing. |
Απαγορεύεται να βαδίζετε στο πεζοδρόμιο. | The sidewalk is forbidden for you. |
Δεν έχετε το ηθικό ανάστημα να βαδίζετε μαζί μας. | Ye opponents of execution. Ye cannot walk upon the high ground. |
Δεν θα σας πειράζω και δεν θέλω τίποτε από σας, μόνο συνεχίστε να βαδίζετε. | I'm not gonna hurt you and there isn't a thing I want from you, except keep walking. |
"Οι μελλοθάνατες βαδίζουν". | "dead girls walking." |
"Τα ξύλινα πόδια του βαδίζουν σε νεκρά μονοπάτια " | Its wooden feet walk dead paths. " |
Έχω μεγαλώσει στην Ινδία σε μια ολόκληρη ήπειρο, όπου οι αγελάδες βαδίζουν στον δρόμο και κανείς ποτέ δεν είχε στερεές εντερικές εκκενώσεις. | I grew up in India-- an entire subcontinent where cows walk in the street, and nobody has ever had a solid bowel movement. |
Όπως οι ηλικιωμένες κυρίες όταν βλέπεις να βαδίζουν μέσα στην εκκλησία. | Like old ladies when you see them walk in to church. |
Αυτοί που δεν βαδίζουν στο μονοπάτι δεν είναι άξιοι. | Those who do not walk the path are not worthy. |
Όταν διηγούνται την ιστορία μου, ας λένε ότι βάδισα πλάι σε γίγαντες. | If they ever tell my story, let them say I walked with giants. |
Κι εγώ βάδισα σε λάθος μονοπάτι. | I too walked the wrong path. |
Πέρασα μπροστά της και βάδισα προς το καθιστικό. | Then I walked past her toward the living room. |
"Ο δρόμος που βάδισες ήταν γεμάτος αγκάθια, "και δεν έφταιγες εσύ. | The way you walked was thorny, through no fault of your own. |
"Ο δρόμος που βάδισες ήταν γεμάτος αγκάθια, "και εσύ δεν έφταιγες για αυτό. | The way you walked was thorny, through no fault of your own. |
Δεν βάδισες ποτέ με τα μεγαλύτερα αδέλφια μου; | Have never walked forth with my elder brothers? |
"τρελοκόριτσο βάδισε γυμνό μέσα στο χορό. " | "crazy girl just walked naked through the formal." |
Απίστευτο! Ο πρίγκηπας Τσαρ βάδισε σ'αυτό το πάτωμα! | Prince Char walked on this actual floor! |
Με κοίταζε... μετά γύρισε και βάδισε προς την πόρτα. | She was staring at me... and she turned and walked towards the door. |
Μερικοί βλέπουν τον Εκλεκτό που βάδισε με τους Προφήτες. | Some fear you as the Emissary who walked with the Prophets. |
Ο Αρχηγός Abrar σε είδε και είπε... αυτό το θήραμα βάδισε ευχαρίστως σε παγίδα. | Captain Abrar saw you and said... this prey has happily walked to a trap. |
Ο Κάρλος κι εγώ βαδίσαμε στον Λαβύρινθο πολλές φορές. | Carlo and I have walked the Labyrinth many a time. |
Κι εγώ εξασκώ προγονική μαγεία... τιμώντας εκείνους που βάδισαν πριν από μας. | I, too, practice ancestral magic, honoring those who walked the path before us. |
Όταν βάδιζα προς το αμάξι μου ήρθαν εικόνες από το ατύχημα και απλά δεν ήθελα να σταθεί εμπόδιο στο ένστικτο μου. | When I was walking out to the car, I had a flash of the accident and I just don't want that getting in the way of my instincts. |
Ήταν ολοφάνερο, ότι μόλις τάχε αγοράσει... γιατί βάδιζε... σαν να πέταγε. | It was clear that she had just bought them because she was walking... as though she was flying. |
Δηλαδή, το πρώτο θύμα καθόταν σταυροπόδι σε μια κουβέρτα βλέποντας τη ταινία το δεύτερο ακουμπούσε καθιστό στην πλάτη του αρραβωνιαστικού και το τρίτο βάδιζε στους διαδρόμους γυρίζοντας από τη τουαλέτα. | For instance, victim one was sitting cross-legged on a blanket watching the movie, victim two was sitting up with his fiancé leaning back against him, and victim three was walking through the aisles coming back from the loo. |
Και βάδιζε στο δρόμο, ξέρεις και εκείνη έπεσε κάτω και έσπασε κάτι στην πλάτη της κάτι τέτοιο και τώρα αυτή δεν μπορεί να κινηθεί στα δύο της, ξέρεις, τα πόδια. | and she was walking down the, you know, street and she fell down and broke something in her back something and now she can't move both her, you know, legs. |
Την ημέρα της στέψης, καθώς βαδίζαμε στον καθεδρικό ναό είπα στον Ιωσήφ, εάν ο πατερας μας μπορούσε να μας δεί τώρα. | On the day of the coronation, as we were walking into the cathedral, l said to Joseph, if our father could see us now. |
Χα! Την ημέρα της στέψης, καθώς βαδίζαμε στον καθεδρικό ναό είπα στον Ιωσήφ, εάν ο πατέρας μας μπορούσε να μας δει τώρα. | On the day of the coronation, as we were walking into the cathedral, I said to Joseph, if our father could see us now. |
Κατευθυνθείτε προς αυτό το δένδρο και βαδίστε. | Walk toward it and keep walking. |
Σας παρακαλώ... βαδίστε στο γρασίδι. | Please walk on the grass. |
" Λαμβάνοντας το γράμμα σας, είμαι και πάλι όρθια", " βαδίζοντας στα μονοπάτια μας στον θαμνότοπο". | "Having received your letter, I am up again, walking our paths on the heath. |
...βαδίζοντας προς το πεπρωμένο μου. | I just kept walking away... Shut up ! |
d Κοιτάζοντας την σκιά βαδίζοντας στην άμμο, d d Σκονίζουν τις αναμνήσεις d d από μια αγία γη. d d Στηριζόμενη στους ώμους σου ποτέ δεν τους αισθάνθηκα τόσο σκληρούς. d d Όταν θα έρθεις για μένα, έρθεις για μένα d | ♪ Staring at a shadow walking through the sand ♪ ♪ They're dusting off the memories ♪ ♪ Of a holy land ♪ |
Αν τον βρήκαν οι Αρμένιοι, δε θα φύγει βαδίζοντας. | - Oh, if the Armenian Might got to him - he won't be walking out of town |
Μήπως το λαμπρό σχέδιο ορίζει να βγούμε από τα χαρακώματα βαδίζοντας αργά προς τον εχθρό; | Ah. Would this brilliant plan involve us climbing out of our trenches and walking very slowly towards the enemy, sir? |
Τώρα περισσότερο παρά ποτέ, συνειδητοποιώ οτι δεν έχω βαδίσει μόνη μου. | Today more than ever, I realize I have not walked alone. |
Χιλιάδες στρατιώτες είχαν βαδίσει πάνω από 50 χλμ... και μετά από σύντομη ανάπαυση, περίμεναν την τελική διαταγή. | Thousands of troops had walked over 50 kilometres and were having a short rest, waiting for the final command to charge. |