"Καλύτερα να`μαι νεκρός, παρά να ψήνω κάθε μέρα το ψωμί μου." | I had rather be dead than to have to bake my daily bread |
- Θέλω να μάθω να ψήνω. | I want to learn to bake. |
Έμαθα να ψήνω όσο έλειπες. | I learned to bake while you were gone. |
Ήθελα μόνο να ψήνω ψωμί και να βγάζω αρκετά για να παντρευτώ το κορίτσι μου. | I just wanted to bake bread and make enough money to marry my girl. |
Αν ο Silver γλιτώσει, θα του ψήνω μια πίτα κάθε μέρα μέχρι που δεν θα μπορεί να φάει άλλη. | If Silver pulls through, I am going to bake him a pie every day until he can't take it anymore. |
- Μπα, ψήνεις όλη νύχτα; | - Oh, you bake all night? |
- Ν' αρχίσεις να ψήνεις. | You got to bake. |
Από πότε ψήνεις εσύ τις πίτες; | - Since when do you bake pies? |
Βάζεις τον φούρνο στους 250 βαθμούς, βουτάς το χοιρινό σε μαύρη ζάχαρη και κανέλλα, το ψήνεις για οκτώ λεπτά, και το κρυώνεις ελαφρώς πριν σερβίρεις. | Put the oven on 375, dip the bacon in brown sugar and cinnamon, bake for eight minutes, cool slightly before serving. |
Γλυκιά μου, γιατί δεν χαλαρώνεις και ψήνεις κάτι; | Oh, honey, why don't you just relax and bake something? |
- Δεν ξέρω. Πάντως ψήνει διάφορα. | I don't know, but she bakes stuff. |
- Που ψήνει. | - Who bakes. |
Αλλά δεν είναι πια η πλήρη απασχόλησή της γι' αυτό ψήνει για εμάς στο σπίτι. | But she doesn't do it full-time anymore, so now she just bakes for us at home. |
Αλλά ξέρετε λέει πάντα ο καθένας Τους ψήνει τον εαυτό της και ξέρω ότι δεν το κάνει. | But you know she always tells everyone she bakes them herself and I know she doesn't. |
Αυτή που σου ψήνει κάθε μέρα λιχουδιές; | The one who bakes you goodies every day? |
'Ολο το βράδυ στο ψυγείο και το ψήνουμε το πρωί. | It goes in the fridge overnight and bakes for a bit in the morning. |
Borakove, αφύπνιση και ψήνουμε και πιάσε ένα στυλό. | Borakove, wake and bake and grab a pen. |
Ακριβώς επειδή δεν ψήνουμε κέικ... Αυτό είναι μια υπέροχη ιδέα. | Just 'cause WE don't bake... doesn't mean it won't bring new customers. |
Απλά οι περισσότεροι δεν ξέρουμε να ψήνουμε | It's not that. It's most of us don't know how to bake. |
Αυτή είναι η κουζίνα που ψήνουμε το ψωμί μας, καί... | That's the oven where we bake our bread and our... |
Πιθανόν να ψήνετε κουλουράκια τα σαββατοκύριακα για να μαζέψετε χρήματα... για τον αγώνα της αίρεσης... | And you probably bake brownies on the weekend... and you sell them to raise money for your cause or your cult... |
Τι θα κάνετε αν δεν ψήνετε; | What are you going to do in this bakery, if you do not bake? |
Τι ψήνετε στον φούρνο- δώσε το μας με την αγάπη σας! | What you baked in the stove - give to us with your love! |
"Τουρτιέρ" είναι η πιατέλα που το ψήνουν. | The tourtiere is the actual dish they. bake it in. |
- και το ψήνουν κάτω από γυαλί. | - and bake it under glass. |
Ένα από αυτά που θυμάμαι περισσότερο από τη μαμά μου... είναι που έλεγε ότι τα αγόρια πρέπει να ξέρουν πώς να ψήνουν. | You know, one of the things that I remember most about my mom... Mm-hmm? ...is she always said that boys should know how to bake. |
Έχετε μια γιαγιά που χρησιμοποιείται για να σας ψήνουν τα μπισκότα και πλέκει πουλόβερ. | You have a grandma that used to bake you cookies and knit you sweaters. |
Όλοι ψήνουν κουλουράκια και ανταλάσσουν δώρα. | Everybody bakes cookies, and swaps gifts. |
- Ευχαριστώ Μάργκαρετ. Σου έψησα μερικά γλυκά. | I baked you some of my oatmeal cookies. |
- Ναι, έψησα κουλουράκια. | - Yeah, I baked cookies. |
- Περίμενε, σου έψησα μπισκότα. | Now, bye-bye, - Wait, l baked you some cookies, |
- Σου έψησα μία τούρτα. | - I baked you a cake. |
- Τα έψησα για σένα! | -I baked them for you. -No-- |
Όχι, τα έψησες για τον Γουάιτυ. | Oh, no. You baked those for Whitey. No. |
Ίσως μας έψησε μπισκοτάκια. | Aw, maybe he baked us cookies. Mmm. |
Όταν ήμουν μικρός, η μαμά μου έδωσε ένα κομμάτι ψωμί που έψησε η ίδια. | When I was little, Mom gave me a piece of bread she baked herself. |
Αυτό λες στην γειτόνισσά σου, που σε έψησε κουλουράκια. | That's what you say to the neighbor lady who baked you chocolate chip cookies. |
Αυτό... ήταν το τελευταίο ψωμί που έψησε. | This was the last bread she baked. |
Η γυναίκα έψησε τρεις πίτες για φιλανθρωπικούς σκοπούς. | The wife baked three pies, cherry pies, for charity. |
Μα σας ψήσαμε μια κρέπα αυγών κύριε. | But we baked you an egg custard, sir. |
Σήμερα ψήσατε. | You baked today. |
Οι 150°C που "έψησαν" την Μογγολία, μετέτρεψαν ένα συνηθισμένο καιρικό φαινόμενο σε μια υπερ-θύελλα. | The 300 degrees temperatures that baked Mongolia turn a common weather phenomenon into a superstorm. |
Την έψησαν. | They baked it. |
Το έψησαν και μετά το έβαλαν το χόρτο. | Yeah, then they baked it with reefer in it. - No, it's canna- |
- Όχι έψηνα κέικ. | - No, I was baking' a cake. |
Σου έψηνα μια κολοκυθόπιτα με έναν φάκελο μέσα. | I was baking you a pumpkin pie with a file inside. |
Σου έψηνα μια τούρτα, όμως κατέληξε μέσα στο ρομπότ. | I was baking you a cake, but it ended up inside the robot. |
Την είχα δυναμώσει γιατί έψηνα μπισκότα στην κουζίνα. | - I had it turned up because I was baking cookies in the kitchen. |
Ο λύκος είπε, έψηνε της γιαγιάς μια τούρτα γενεθλίων. Ο λύκος είπε, έψηνε της γιαγιάς μια τούρτα γενεθλίων. | Wolf said, I was baking granny a birthday cake. |
Την τελευταία Πέμπτη η Ρίτα έψηνε τρεις πίτες για τη γιορτή. | MONK: [Voiceover] Last Thursday, Rita was baking three pies for the town centennial. |
Νόμιζα εσείς οι δυο θα ψήνατε μπισκότα. | I thought you two were baking cookies. |
"Φάε, ψήσε, αγάπα." | "Eat, bake, love." |
- Ναι, ψήσε. | - Okay, bake! |
Αντί για ατομικά σουφλέ, ψήσε ένα μεγάλο σουφλέ και σέρβιρε το στο τραπέζι. | Instead of individual soufflés, bake a large soufflé and serve it at the table. |
Εσύ ψήσε και πέρνα χρόνο με τον Ουάιατ και εμείς θα βρούμε ποιους αντιμετωπίζουμε, πριν επιστρέψουν. | Listen, you bake and spend time with Wyatt, and, hopefully, we can figure out who we're up against before they come back. |
Ζωγράφισε, χόρεψε, ψήσε κουλουράκια, δε με νοιάζει. | You can doodle. You can dance. You can bake a goddamn gingerbread house. |
Βασικά, ψήστε απλά λίγο χόρτο μέσα στην πίτα | Basically I just bake a little weed into the pie |
Κάνω ένα κανένας-ψήστε cheesecake. | I'm doing a no-bake cheesecake. |
Ρίξτε το σε μια φόρμα βάλτε τα κεράσια στην κορυφή και ψήστε το ώσπου το μαχαίρι από το χυλό να βγαίνει καθαρό. | Pour into a pan, spread your cherries over the top and bake until the skewer inserted into the batter comes out clean. |
Αν κάνουμε 40 λεπτά την παρτίδα από την αρχή ως το τέλος της, ψήνοντας 4 ντουζίνες κάθε φορά, θα έχουμε 48 κεκάκια, υπολόγισε 20 φορές ως το φούρνο, που ισούται με εννιά ώρες, κι αυτό ισούται με $4000. | So if it's 40 minutes per batch from beginning to end, baking 4 dozen at a time, that's 48 cupcakes times 20 trips to the oven, which equals nine hours, which equals $4,000. |
Είναι νηπιαγωγός και ξοδεύει τον περισσότερο χρόνο της ψήνοντας... | She is a preschool teacher and spends most of her time baking for the-- |
Κάποιοι ζουν ψήνοντας ψωμιά. | Some earn their living baking bread. |
Να κάνουμε ένα άνοιγμα για το περιοδικό Parade. Οι δυο σας στο σπίτι, φτιάχνοντας κολοκύθες, ψήνοντας μπισκότα για όσους σας χτυπούν. | We'd like to do a spread for Parade Magazine-- you two at home, carving pumpkins, maybe baking some pfeffernusse cookies for the trick-or-treaters. |
Στέκεται μόνος όπως να' χει... ψήνοντας τα μπισκότα της δυσφορίας... από τη θερμότητα του εξαεριστήρα του στεγνωτηρίου. | He stands alone anyhow... baking the cookies of discontent... by the heat of the laundromat vent. |
Έχεις ψήσει ποτέ μπισκότα; | Have you ever baked cookies before? |
Έχω ψήσει και κεικ φρούτων. | I even baked a fruitcake. |
Αλλά δεν έχω ψήσει ποτέ ένα φανταχτερό κέικ. | But I've never baked a fancy cake. |
Γύρισα με μια πίτα που είχα ψήσει να της ζητήσω συγγνώμη. | I came back with a pie I had baked to say I'm sorry. |
Δεν έχω ψήσει ποτέ λεμονόπιτες. | I never baked a lemon meringue pie in my entire life. |