Μπαμπά. Ξέρω να σελώνω ένα άλογο. | Daddy, l know how to saddle a horse. |
Ο Cal μπορεί, μπορεί να σε διδάξει πώς να τη σελώνεις και να την ιππεύεις... να τη "ζαλίσεις" , και όλα τα σχετικά. | Cal can teach you how to saddle her up, and ride and... giddy up, and all that sort of stuff. |
Σαν να σελώνεις ένα δύστροπο άλογο. | You pretend like you're putting a saddle on a skittish horse. |
Εδώ είμαι, Joe, έλα, σελώνουμε. | I'm here, Joe, come on, let's saddle up. |
Το σέλωσα εγώ ο ίδιος, επειδή είναι η πρώτη σας φορά πάνω σε άλογο πρέπει να θυμάστε ένα πράγμα, πάντα ανεβαίνουμε σε ένα άλογο, από την αριστερή πλευρά, επειδή... | I saddled him myself because this is your first time out. Always mount a horse on his left side because... |
Δε σέλωσες ακόμη τo άλoγo; | Ain't you saddled that horse yet? |
Όταν άκουσε το πρωί ότι τον ψάχνω... σέλωσε το άλογο και την κοπάνησε από την πόλη! | When he heard this morning that I was gunning for him... he saddled up and he hightailed it right out of town. |
Μόνο πάνε και σέλωσε αυτά τα άλογα αμέσως. | You just go get those horses saddled right away. |
Ο Φρανκ είπε στον πατέρα του πως μια μέρα σέλωσε το άλογό του, ένα υπέροχο μαύρο καθαρόαιμο, και ξεκίνησε να έρθει στο Χάϊμπερι, μέχρι που τον βρήκε στον ιππικό σταθμό ένα γράμμα που έλεγε πως η θεία του είχε αρρωστήσει για άλλη μια φορά, | Frank told his father that one day he saddled up his horse, a great black beast, and set off for Highbury, only to be met at the coaching station by a letter saying his aunt had fallen ill once more, |
Αλλά ούτε στο Κεραυνό δεν ανέβηκε όταν τα παιδιά τον σέλωσαν για διασκέδαση. | But he wouldn't even get on Old Thunder when the boys saddled him up for a lark. |
Εννοείς πως τα σέλωσαν χωρίς την βοήθεια σου; | You mean they saddled them without you stirring? |
Εσύ κι εσύ, σελώστε τα άλογα. | Amigo, you and you, saddle them two horses. |
Κουνηθείτε, σελώστε τα άλογα και περιμένετε με. | Move on, saddle the horses and wait for me. |
Ταγματάρχα Τέιλορ, σελώστε τον Τράβελερ. | Major Taylor, have Traveler saddled up. |
Εχεις σελώσει ποτέ άλογο, DiNozzio? | You ever saddled a horse, DiNozzio? |
Ο ένας πρέπει να το συγκρατήσει, και ο άλλος να το σελώσει. | Remember, one man's gonna give chase; one's gonna try to get him saddled. |