Πως μπορείς να παραχωρείς σε άλλους αυτό που μου αρνείσαι; | How can you grant others what you deny me? |
Σας παραχωρούμε την άδεια. | Permission granted. |
Αναγνωρίζοντας τις καλές προθέσεις των κυρίων... που σας παραχωρούν ένα τόσο μεγάλο προνόμιο... θα τελέσουμε μεγαλοπρεπώς το γάμο σας. | As the gentlemen are pleased to grant you this privilege, we will solemnly celebrate your marriage. |
Αντί γι'αυτό, σας παραχώρησα ακρόαση και τον προβίβασα σε λοχαγό. | Instead, I've granted you an audience and promoted him to captain. Yes, sire. |
Ως διοικητής Δυνάμεων, παραχώρησα γενική αμνηστεία. | As Allied commander in chief, I have granted a military armistice. |
Απέσυρα αυτές τις κατηγορίες και της παραχώρησα ασυλία. | I dropped those charges. I granted her immunity on them. |
Δεν μου παραχώρησες τίποτα. | You granted nothing. |
Ευχαριστώ που μου παραχώρησες ιδιωτική ακρόαση. | Thank you for granting me a private audience. |
Σας πληροφορούμε... ότι η διεύθυνση του ορυχείου σας παραχώρησε... σύνταξη χηρείας... μετά τον θάνατο του συζύγου σας, Νόρσακ Κρίστιανσεν. | "We wish to inform you that the directors of Greenland Mining have decided to grant you a widow's pension following the death of your husband... Norsaq Christiansen." |
Είναι καλύτερα από το σπίτι που σου παραχώρησε ο Απόφις ως επικεφαλής; | Is this better than the home that Apophis granted you as first prime? |
Τoυς παραχώρησε και τη χρήση εξoπλισμoύ τoυ στρατoύ... | He also granted them the use of various Army supplies... |
Σατανά, παραχώρησε σε αυτό τον άντρα το χάρισμα της εκδίκησης... ενάντια στους εχθρούς του, στο Δίκτυο Φαγητών. | Satan, grant this man the gift of revenge... against his foes at the Food network. |
Τότε, στις 9 Μαΐου 2007 ο πρόεδρος Μπους παράνομα παραχώρησε ...στον εαυτό του καινούριες εξουσίες. | Then on May 9th, 2007, - President Bush unlawfully granted himself new powers, - and the Presidency officially became a Fiat Dictatorship. |
Σας παραχωρήσαμε τα δικαιώματα σ'αυτή την έκταση στο διηνεκές. | We've granted your group the rights to that property in perpetuity. |