- Αρχίζεις να ξερνάς αίμα. | - You start vomiting blood. - Stop! |
- Και όταν ξερνάς πάνω τους μπλε ζουμιά, ...πώς τους βοηθάς με τις εκκρεμότητες; | How does vomiting blue slushie help give people closure? |
Όταν ξερνάς πάνω σε κάποιον... είναι κοινωνική απρέπεια... από την οποία δεν υπάρχει ανάρρωση. | When you vomit on somebody it is a social faux pas from which there is really no recovery. |
Όταν ξερνάς, ξερνάω. | When you vomit, I vomit. |
Αλλά δε θα σου κρατάω το κεφάλι όταν θα ξερνάς. | But I'm not holding your hair back when you vomit. |
Ή κλαίει, πίνει και ξερνά. | Or cries, drinks and vomits. |
Πηγαίνετε κάπου συγκεκριμένα και ξερνάτε; Αξίζει τουλάχιστον; | Is there just a huge vat of cobbler vomit somewhere? |
Κάποιον που θα γελάει με τα έντερα, που κάνουν τους πιο αδύναμους να ξερνούν. | Someone who laughs at the gore that makes weaker men vomit. Yeah. |
Όταν ο Ρον μου είπε για την κρουαζιέρα, ξέρασα αίμα. | When Ron said we were going on a cruise, I almost vomited blood. |
Απίστευτο. Σου ξέρασα τη φαντα- στική σχέση μου με τον Ντέιβιντ. | I can't believe I've just vomited the entire saga of my imaginary love life with David Williams. |
Αφότου έφυγες,έφαγα ζύμη μπισκότου απ'την κοιλιά μιας 20χρονης Μετά ξέρασα και οι κοπέλες με κοροιδεύανε Και τότε συνειδητοποίησα ότι είμαι γέρος και χοντρός | After you left, I ate cookie dough off the stomach of a 20-year-old, and then I vomited and all the girls laughed at me, and then it came out that they all think I'm fat and old. |
Δεν ξέρω αν το ακούσατε, αλλά μόλις ξέρασα. | - No. I don't know if you heard that, but I just vomited. |
Μόλις ξέρασα πάνω σε πολλούς κλόουν. | I just vomited on a lot of clowns. |
- Σόνια... Κοιμήθηκες με τον πατέρα του παιδιού μου στο ίδιο μου το κρεβάτι και μετά... ξέρασες πάνω στο κρεβάτι. | Sonia, you slept with the father of my child in my very own bed and then you vomited all over it. |
Γι΄αυτό ξέρασες. Δε σ΄αναγούλιασε το καβλί μου. | When we did it, you vomited. |
Μετά που ξέρασες, μου ζήτησες να σε πηδήξω. | Stop Ecam. After you vomited, you began to ask me to screw you. |
Τρέμεις πέρα από κάθε έλεγχο, ξέρασες τουλάχιστον 2 φορές τις τελευταίες 10 ώρες, και, σήμερα το πρωί, βρήκες τρίχες σου στο μαξιλάρι, γιατί, ξεκίνησαν να σου πέφτουν. | You've been shaking uncontrollably, You vomited at least twice in the last 10 hours, And this morning you found hair on your pillow |
- Κάποιος ξέρασε. | Someone's vomited. I don't care. |
- Καλά. Τα ξέρασε όλα κι είναι μια χαρά. | He vomited everything and ... |
-Ναι, λοιπόν, κάποιος ξέρασε στην καλή μου στολή. | Yeah, well, my good uniform got vomited on. |
Ήπιε ένα ποτό με τις 13, δείπνησε με 7 και ξέρασε πάνω σε μία. | He had a drink with 13, had dinner with 7 and had vomited on 1. |
Από τη στιγμή που σε ξέρασε η ανοιχτή πληγή μιας γυναίκας, δεν έκανες τίποτα από το να πνίγεις τις επιθυμίες του ανθρώπου σε ένα σωρό υποκριτικές ηθικότητες. | Since the hour you vomited forth from the gaping wound of a woman, you've done nothing but drown man's soaring desires in a deluge of sanctimonious morality. |
Άρα τα κογιότ ξέρασαν τον τύπο πάνω του. | So the coyotes vomited the guy back onto himself. |
Ο πράκτορας Ριντ λέει ότι οι επιβάτες ξέρασαν πριν την σύγκρουση, κάτι που επιβεβαιώνει τις ισχυρές αναταράξεις που περιέγραψε ο συγκυβερνήτης. | Agent Reid said passengers vomited before the crash, which would confirm the severe turbulence the copilot described. |
Εσύ ξερνούσες. | You were vomiting. |
Έχω ήδη ξεράσει κάπου πέντε φορές σήμερα. | I've already vomited, like, five times today. |
Αν ο Χίτλερ είχε ξεράσει πάνω στον Τσάμπερλεϊν... θα του είχε παραχωρήσει την Τσεχοσλοβακία. | If Hitler had vomited on Chamberlain he still would have given him Czechoslovakia. |
Εγώ θα είχα μάλλον ξεράσει απάνω του. | I probably would have vomited on him. |
Η γυναίκα μου την έκανε να ξεράσει τα χάπια. | My wife made her lose her stomach. She has vomited the pills. |
Και αν αυτός δεν είχε ξεράσει πάνω της, θα τη γράφαμε τώρα. | And if he hadn't vomited all over her, we'd be writing it right now. |
Kάπου κρυμμένος, ίσως ξερνώντας, ή πίνοντας, ή και τα δυο. | Hiding someplace, probably vomiting, or drinking, or both. |
Αναπαράγονται ξερνώντας κρυστάλλους που προσελκύουν και μεταλλάσουν τα μικρόβια γύρω τους ώστε να σχηματίσουν αυγά. | They reproduce by vomiting up crystals... that attract and mutate the microbes around them to form eggs. |
Ικετεύοντας και ξερνώντας. | Begging, crawling on his knees, vomiting-- |
Μπροστά από την τουαλέτα, ξερνώντας. | In front of the bathroom, vomiting. |
Πιθανόν με βλέπει από τους ουρανούς αυτή τη στιγμή... ξερνώντας αγγελόσκονη. | She's probably looking down right now just... vomiting angel dust. |