Όχι, τον εξορίζουμε, αν φτάσει σ' αυτό. | No, we exile him if it comes to that. |
Γι'αυτό το έγκλημα τον εξορίζουμε. | And for that offence immediately we do exile him. |
Επί χρόνια εξορίζουμε τους αντάρτες και τους κακοποιούς... που όπως εσύ, κατέχουν αυτή την ανίερη αθανασία... | As you well know, for many years we have exiled those rebels and criminals... who, like you, possess this unholy immortality. |
- Με εξορίζουν στο Μπρούκλιν... εξαιτίας της σχέσης μας, και εγώ δεν ξέρω καν αν είχαμε σχέση. | - So? So I'm getting exiled to Brooklyn because of our relationship, and I don't even know if we have one. |
Αφού πέσεις από ένα ορισμένο επίπεδο, σε εξορίζουν στο Πασσάικ. | Once you fall below a certain level... they exile you to Passaic. |
Εξάλλου, ξέρω τι σημαίνει να σε εξορίζουν από τα προάστια. | After all, I know what it's like to be exiled from suburbia. |
Με εξορίζουν από την Εύρηκα. | I'm being exiled out of Eureka. |
Τον μεταθέτουν, τον εξορίζουν μπορείς να πεις, αλλά πάντα εμφανίζεται. | He's been shifted, exiled, you might say, but he always crops up. |
Εγώ τον εξόρισα. | I was the one who exiled him |
Καταλαβαίνεις ότι εξόρισα τον πατέρα μου για την εμπλοκή του; Τον πατέρα μου! | Do you realize that I exiled my father for his involvement? |
Εσύ με εξόρισες για φόνο. | You're the one who exiled me for murder. |
Με εξόρισες. | You exiled me. |
- Όχι, αλλά γνωρίζοντας τον Πρεσβευτή αφού του είπατε ότι ο Ντέμιεν κάνει διακίνηση σίγουρα τον εξόρισε σε κάποια κρύα και μακρινή χώρα. | I'm sure he was exiled to some very cold, very distant country. You know who else I haven't heard from, though, is, uh, is Jonathan. |
- Και σε εξόρισε. | And she exiled you. |
Όταν ο Σέρλοκ μου είπε ότι σε εξόρισε εξαιτίας μου, πικράθηκα. | When Sherlock told me he'd exiled you on my account, I was mortified. |
Αφού ελευθέρωσε εκατοντάδες ανθρώπων που εξόρισε ή έκανε σκλάβους.. πέθανε ξαφνικά μερικές μέρες μετά. | After freeing hundreds of people he exiled or enslaved he suddenly died a few days later. |
Είχε ένα βαθύ γνώση της μαύρης μαγείας , και γι 'αυτό , η Γαλάζια Νεράιδα εξόρισε , όχι πριν , perς ... να κατάσχει το ραβδί της . | Well-versed in dark magic. The Blue Fairy exiled her. But before she did, she took her wand. |
'κουσα οτι οι κάτοικοι εξόρισαν την Χιρούτ. | I heard that the villagers exiled Hirut. |
- Και γι' αυτό σε εξόρισαν. | - And so they exiled you. |
- Και τώρα που τον εξόρισαν; | And now that he's been exiled? |
Όταν με εξόρισαν με ακολούθησε. | When I was exiled he followed me. |
Όχι πια, μου αφαίρεσαν το βαθμό και με εξόρισαν απ' την πατρίδα μου. | Not anymore. I've been stripped of my rank, exiled from my home world. |
Σημαδέψτε το πρόσωπό της και εξορίστε την Νότια. | Brand her face then have her exiled to the South |
Έχω ακούσει τόσα για τον κακόκεφο Πωλ... τον αγέλαστο Πωλ, το θυμωμένο και δυστυχισμένο Πωλ... που τον είχαν εξορίσει τον καημένο στον Αρράκις... και μια μέρα θα κληρονομήσει την ευθύνη του μεγαλύτερου θησαυρού στο σύμπαν. | I've heard all about the moody Paul the grim Paul, the angry and unhappy Paul who has been exiled to Arrakis where, poor boy one day he will inherit responsibility for the greatest treasure in the universe. |
Ήταν στις 6 Απριλίου του 1492... και ήταν ολομόναχη. Την είχε εξορίσει η οικογένειά της δυο χρόνια νωρίτερα. | It was April 6, 1492, and she was all alone, exiled by her family two years earlier. |
Γιατί, η Γονερίλη και η Ρεγάνη τον είχαν εξορίσει και για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του. | Ah, because Goneril and Regan have had him exiled, and to make matters worse, he's starting to lose his mind. |
Είναι μια περιοχή με δαίμονες... τους οποίους, εμείς οι Σκοτεινοί Άρχοντες είχαμε εξορίσει εδώ και αιώνες. | It's a region of demons... to which we Dark Over Lords were exiled eons ago. |
Θα σας εξορίσει. | You may be exiled! |