- Να διορίζω όποιον θέλω. | - to appoint whom I like. - Indeed, yes. |
Εντός της τελευταίας ώρας, υπέγραψα διάταγμα και διορίζω την Michelle Rhee ως εντεταλμένη καγκελάριο των Δημόσιων Σχολείων της Περιφέρειας της Columbia. | Within the last hour, I signed a mayoral order to appoint Michelle Rhee as acting chancellor of the District of Columbia Public Schools. |
Δηλαδή διορίζεις και καρδιναλίους τώρα; | So, you appoint cardinals now? |
Αλλά ο πρόεδρος διορίζει μόνο δύο από τα επτά μέλη του Διοικητικού Συμβούλιου της Fed κάθε τέσσερα χρόνια. | But the president appoints only two of the seven members of the Fed's board of governors every four years. |
Δις Ρόμπερτς, το δικαστήριο διορίζει τον κ. Ντέιβιντ Χίγκινς ως δικηγόρο σας, ορίζει εγγύηση 70.000 δολάρια, προγραμματίζει προκαταρκτική ακρόαση για την υπόθεσή σας στις 23 Μάρτη. | - Miss Roberts, the court appoints Mr. David Higgins as your lawyer, sets bail at $70,000, schedules a preliminary hearing on your case for March 23rd. |
Κ. Λιρέι, το δικαστήριο διορίζει τον κ. Ντέιβιντ Χίγκινς ως δικηγόρο σας, ορίζει εγγύηση 50.000 δολάρια, προγραμματίζει προκαταρκτική ακρόαση για την υπόθεσή σας στις 23 Μάρτη. | - So ordered. - Mr. LeRay, the court appoints Mr. David Higgins as your lawyer, sets bail at $50,000, schedules a preliminary hearing on your case for March 23rd. |
Και τους διορίζει για 14ετη θητεία, πολύ μεγαλύτερη από τη δική του. | And he appoints them to 14 year terms, far longer than his own. |
Ξέρεις, ο Δήμαρχός μας, ο οποίος διορίζει τον Αρχηγό της Αστυνομίας, ο οποίος με την σειρά του δίνει στον Αρχηγό των Ντετέκτιβς τη δουλειά του... | - Mm. - You know, our mayor, who appoints the police commissioner, who in turn gives the chief of detectives his job-- |
Καμιά φορά κάνει καλό να διορίζουμε αντιπάλους μας. | It does us good sometimesto appoint ouropponents. |
Με το παρόν σας αποδίδουμε το βαθμό του επιστάτη και σας διορίζουμε επικεφαλή Αντιπρόεδρος της Μονάδας MIS. | We hereby bestow upon you the rank of superintendent and appoint you as head of MIS Vice Unit |
Σας ευχαριστώ. Εγκρίναμε το αίτημα σου, και σε διορίζουμε στο σώμα, χορηγώντας σου ειδική άδεια. | - Pursuant to your request we've decided to grant you a special dispensation and appoint you a conditional member of this department, effective immediately. |
Υπόλογοι στους ιδιαιτέρους είναι οι απλοί γραμματείς, και ο πρωθυπουργός διορίζει δύο Βουλευτικούς Αντιγραμματείς κι εσείς διορίζετε τον δικό σας Βουλευτικό Αντιγραμματέα. | Directly Responsible to the PPS are Parliamentary Private Secretaries. The PM will be appointing two Parliamentary UnderSecretaries, and you will appoint your own Parliamentary Private Secretary. |
-Δε διορίζουν αξιοκρατικά. | Judges aren't appointed on a whim. |
Καλά, εεε κοιτάξτε, οι πρόεδροι διορίζουν στον 'ρειο Πάγο, όχι εγώ. | Well, uh, look, um, presidents hand out Supreme Court appointments, I don't. |
Ξέρετε, όταν διορίζεσαι στον 'ρειο Πάγο, είναι μια ισόβια δουλειά, και στους προέδρους τους αρέσει πάρα πολύ να διορίζουν στον 'ρειο Πάγο. | You know, when you're appointed to the Supreme Court, it's a lifetime job, and presidents love to make Supreme Court appointments. |
Στο οποίο ήταν και ο κυβερνήτης. Oι κυβερνήτες διορίζουν ακόμα δικαστές στην Κοινοπολιτεία; | Do governors still appoint judges in the commonwealth? |
- Σιγά μη θέλω τώρα. Όταν σε διόρισα Διευθυντή, είχες τη δίψα της φιλοδοξίας. | When I appointed you chief of surgery, you were hungry,you were the man. |
΄Οντας όμως θιασώτης της πολιτικής των ίσων ευκαιριών... διόρισα μιαν επιτροπή... για να εκτιμήσει και να συγκρίνει τις δύο σχολές. | But in the spirit of fair play, which is the hallmark of my administration... I have appointed a committee... to evaluate and compare the two academies. |
Έτσι διόρισα την κα Γολίνσκι αρχηγό της ομάδας ποδοσφαίρου και ευχήθηκα σε όλες καλή τύχη. | So I appointed Mrs. Wolinski captain of the soccer team... And wished them all good luck. |
Ήξερα πως έπρεπε να μείνω μακριά, γι' αυτό διόρισα έναν ανεξάρτητο επιτηρητή. | I knew I had to stay clear of them, Which is why I appointed an independent monitor. |
Όταν διόρισα τον στρατηγό Σέρμαν στο ΓΕΕΘΑ... ήξερα πως ήταν ένας οραματιστής... | When I appointed General Charles Sherman... .to the Joint Chiefs i knew he was a man with a dream. |
- Εσύ τον διόρισες. | You appointed him. |
Δηλαδή διόρισες τον εαυτό σου προφήτη της εξωγήινης εισβολής; | So, you've appointed yourself prophet of the alien invasion. |
Εσύ διόρισες το δικαστή. | You appointed the judge. |
Εσύ με διόρισες. | You appointed me. |
Θα πρέπει να στηρίξεις ένα νικητή, ειδικά κάποιον που διόρισες στη θέση αυτή. | You want to endorse a winner, especially one you appointed to his position. |
"Ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ με διόρισε προσωπικά, μετά θάνατον. | "J. Edgar Hoover appointed me personally, posthumous. |
'Οχι, διόρισε μιά έπιτροπή, ένα είδος διευθυντηρίου. | No, he appointed a commission, a kind of board of directors. |
- Αντιθέτως, με διόρισε κυβερνήτη της νέας περιοχής. | On the contrary, he appointed me governor of a new territory. |
- Ποιος σε διόρισε εσένα; | Who appointed you? |
- Ποιός διόρισε τον Μπάτμαν; | Who appointed the Batman? We did. |
Δεν σε διορίσαμε εκπρόσωπο της ομάδας. | Nobody's appointed you spokesman for the group: |
Και ήδη διορίσαμε καινούργιο Δήμαρχο. Τα παιδιά μού τα έφερε εκείνος ο άντρας. | By the way, we've already appointed a new mayor. |
Σήμερα το πρωί τον διορίσαμε επικεφαλής του Υπ.Εξωτερικών. | Only this morning we appointed him to head the Foreign Office. |
Στην πραγματικότητα διορίσαμε τον Cuffy Meigs να διευθύνει την πρωτοβουλία. | In fact, we've appointed Cuffy Meigs to direct the initiative. |
Τον διορίσαμε, ας τον διώξουμε. | We appointed him marshal. We can fire him, too. |
- Γιαυτό με διορίσατε εμένα κύριε. Σωστό? - Ναι αυτό είναι. | - I thought that's why you appointed me, sir. |
Έχει ανακοινώσει άμεση εκκαθάριση αυτών που εσείς διορίσατε σε θέσεις εξουσίας. | He has announced an immediate purge on many of those that you appointed to positions of authority. |
Κυρία Πρόεδρε, εσείς ήσασταν που διορίσατε έναν ειδικό κατήγορο και είμαστε η διορισθείσα ομάδα. | Madam President, it was you who appointed a special prosecutor and we are the team under your appointee. |
Ναι, που τον διορίσατε πρόεδρο της επιτροπής της συμμετοχικής εταιρείας. | Yes, and you appointed him chairman of the co-partnership commission. |
Δεν με διόρισαν ακόμα. | Haven't been appointed yet. |
Δεν μπορώ να σου πω, πόσο περήφανη ένιωσα όταν σε διόρισαν. | I can't tell you how proud I was when you were appointed. |
Διοικητά Σόνακ, σας διόρισαν Επιστημονικό Σύμβουλο στο Έντερπράϊζ; | Cmdr Sonak, you were appointed as Enterprise Science Officer? |
Θα πιέσουν τ' αφεντικό σου αυτούς που τον διόρισαν τις γυναίκες αυτών που διόρισαν τ' αφεντικό σου. | They'll pressure your boss the people who appointed your boss the wives of the people who appointed your boss. |
Και ο άνθρωπος που διόρισαν για να κανονίσει τη δουλειά, ήταν το μέλος του Κογκρέσου, Μπίλι Τόζεν. | The man they appointed to get the job done was congressman Billy Tauzin. |
Ξέρω ότι δε σκοπεύατε να διορίστε τον Φόρεστερ. - Πώς το ξέρεις αυτό; | I know you didn't mean to appoint Forrester as Chief of Police. |
Στο δημοτικό συμβούλιο την Κυριακή διορίστε σερίφη τον κο Μπέσκαμ. | At the town council meeting on Sunday, appoint Mr. Baskam marshal. |
- Δεν το έκανε αυτή! θα διορίσει η πολιτεία κάποιον για εσας... | One will be appointed to you... you have to believe me. |
- Την έχει ήδη διορίσει. | He has already appointed her. |
Έχει διορίσει ένα αληθινό "κοπάδι" Καρδινάλιων. Μπορώ να λέω "κοπάδι" Καρδινάλιων; | He has appointed a veritable cascade of cardinals-- can one say a cascade of cardinals? |
Έχει διορίσει ένα αληθινό "κοπάδι" Καρδινάλιων. | He has appointed a veritable cascade of cardinals. |
Έχει διορίσει τον Ναριτσούκου ως ανώτερο σύμβουλο του, αποτελεσματικό για την επόμενη επίσκεψη του Ναριτσούκου στο Έντο. | He has appointed Naritsugu as his senior adviser, effective on Naritsugu's next visit to Edo. |