Λοιπόν, είμαι ένας από τους αρκετούς ιερείς της πολιτείας που μου επιτρέπει το Βατικανό να εξορκίζω. | Well, I'm one of several priests in the state sanctioned by the Vatican to exorcise. |
Νομίζεις ότι αυτός ο συγκεκριμένος δαίμονας θα κάτσει ήρεμα και θα σε ακούει, καθώς θα τον εξορκίζεις; | You think this particular demon's going to sit down and listen while you exorcise him? |
Ή το κάνει κι εξορκίζει τον δαίμονα ή πεθαίνουμε όλοι. | He does his thing, he exorcises that demon, or we die. |
Μπαίνουμε στο αεροπλάνο. Βρίσκουμε το δαίμονα και να τον εξορκίζουμε. | We get on the plane, find that demon and exorcise it. |
Το ξόρκι είχε πληροφορίες Για το πως εξορκίζουμε ένα Νογκιτσούνε. | The scroll had information on how to exorcise a Nogitsune. |
σε εξορκίζουμε κάθε Σατανική δύναμη κάθε λεγεώνα κάθε συνάθροιση | ...we exorcise you every Satanic power, every legion... every congregation... |
Με εξορκίζετε, μ' αφήνετε να γίνω καπνός... και σας δίνω τον λόγο μου να μην πω τίποτα στον Κράουλι. | You exorcise me, let me smoke on out of here, I give you my word not to tell Crowley. Hey, you heard me. |
Εγώ εξόρκισα τον δικό μου. | I've exorcised mine. |
Εγώ τον εξόρκισα. | I exorcised him. |
Κοίτα. Τον εξόρκισα. | I've exorcised him. |
Λένε ότι την θεράπευσες. Ότι εξόρκισες τον δαίμονα. | They're saying that you cured her, that you exorcised the demon. |
Δεν νομίζω πως ποτέ εξόρκισε την εσώτερη γκοθού της. | I don't think she ever truly exorcised the goth within. |
- Τον εξορκίσαμε. | We exorcised him. |
Είναι ένα αγόρι που εξορκίσαμε στην εκπομπή. | He's a boy we exorcised on the program. |
Τον εξορκίσατε, έτσι δεν είναι; | You exorcised him, right? |
Απ' ό,τι φαίνεται, ανέκριναν το δαίμονα και μετά τον εξόρκισαν. | All right, looks like they interrogated the demon. Then they exorcised him. |
Αν ανακατέψουμε την αστυνομία θα πρέπει να τους πω καταρχήν γιατί εξόρκιζα τον σύζυγο σου. | If we involve the police I shall have to tell them why I was exorcising your husband in the first place. |
Γι`αυτό, σου ζητώ να με βοηθήσεις, να γυρίσω στην πατρίδα μου, εξορκίζοντας αυτό το σατανικό πλάσμα, που κατοικεί στο σώμα μου. | Therefore I ask that you help me return to my homeland by exorcising this demonic creature that inhabits my body. |
Θα με πληρώσεις εξορκίζοντας το διάβολο από τη γυναίκα μου, Μαρίκα. | You'll pay me by exorcising the Devil from my wife, Marika. |
Έχετε να έρθει και να το εξορκίσει. | Have her come and get it exorcised. |
Θα φέρει τον παπά να σ' εξορκίσει. | She'll bring the vicar round to have you exorcised. |