Είναι τρομερό να διστάζω κατ' αυτόν τον τρόπο. | It's terrible to hesitate this way. |
Και εγώ διδάχθηκα να μη διστάζω ποτέ. | And I was taught never to hesitate. |
Αφού ξέρεις πως είναι μόνο σώμα... γιατί διστάζεις; | It's only flesh, so why hesitate? |
- Τι σε κάνει να διστάζεις; | - What makes you hesitate? |
Μην διστάζεις απλά να σκέφτεσαι ότι πρόκειται για μια γουρουνοκεφαλή. | Nothing to hesitate Just think its the pig head |
Μην διστάζεις άλλο. | Do not hesitate anymore |
Μη διστάζεις και χειροκρότα! | Do not hesitate and applauds! |
Αν είναι να φύγουμε, δεν πρέπει να διστάζουμε. | If we're gonna go, we shouldn't hesitate. |
Δεν ξέρουμε τι να πάρουμε Γι' αυτό διστάζουμε | We don't know what to take. That's why we hesitate. |
Ας μη διστάζουμε, κυρίες και κύριοι. | Let's not hesitate, ladies and gentlemen. |
Δεν πρέπει να διστάζουμε! | We must not hesitate! |
- Δε διστάζουμε, επιβάλουμε το νόμο. | -We do not hesitate. We apply the law. |
Μερικοί άντρες διστάζουν να χτυπήσουν μια γυναίκα, όταν την ανακρίνουν,εγώ δεν είμαι από αυτούς. | You know, some men hesitate before striking a female under interrogation. I'm not one of them. |
Αλλά είπατε ότι οι άνθρωποι διστάζουν. | But you said humans hesitate. |
Δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι που διστάζουν. | I don't like people who hesitate. |
Δεν διστάζουν να σκοτώσουν για να τους προστατέψουν. | And they won't hesitate to kill to protect them. |
Εκεί λοιπόν υπάρχουν νοσοκομεία και σχολεία. Υπάρχει μια κυβέρνηση εμπιστοσύνης... και υπάρχουν... εκεί υπάρχουν πολίτικοι ηγέτες... τους όποιους δεν διστάζουν να αποκαλούν... | There is a trusted government... and there are - there are political leaders... whom they don't hesitate to call loved and admired. |
Γιατί κανείς μας δεν θα διστάσει να σε ξαμολύσει ελεύθερο. | 'Cause neither one of us will hesitate to turn you loose. |
Όταν απειλήσω να σε διαμελίσω μπροστά του... ο Κλάους θα διστάσει... και εκείνη τη στιγμή αδυναμίας, θα τον τελειώσω. | Once I threaten to dismember you in front of him, Klaus will hesitate, and in that moment of weakness, I shall end him. |
Αν ο Φερδινάνδος, ο Δούκας Φεντερίκο και ο Σίξτος συμμαχήσουν εναντίον μας, το Μιλάνο θα διστάσει να πάρει το μέρος μας, ούτε η Ισπανία θα μας βοηθήσει. | With King Ferrante, Duke Federico and Sixtus all against us, Milan will hesitate to take our side, and nor will Spain come to our aid - too busy with their foul Inquisition. |
Αλλά ακόμη και οι Κενταυριανοί θα διστάσουν... με μισή ντουζίνα Λευκά Άστρα να τους περιμένουν... και εδώ είναι που εμπλέκεσαι. | But even the Centauri will hesitate with half a dozen White Stars waiting for them and that is where you come in. |
Δε δίστασα ούτε... τη μητέρα σου να σκοτώσω... | I didn't hesitate either... To kill your mother... to kill your father. |
Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το "Μούλτρι" και γιατί δίστασα. | All he seems to care about is the Moultrie and why I hesitated. |
Όταν πήγα να σταματήσω τον κύλινδρο να μην εκραγεί, δίστασα, μόνο μια στιγμή, επειδή φοβόμουν. | You know... when I was trying to stop the cylinder from exploding, I hesitated, just a moment, because I was afraid. |
Στη δική μου βαρετή ζωή, συχνά έκανα πράγματα, τα οποία δεν έπρεπε να κάνω δικαιολογήθηκα. Ο λόγος που δίστασα ήταν για..την ανθρωπότητα, την πίστη ή ακόμα και τον Χριστιανισμό. | In my own humdrum life, I frequently flunked... doing something which I ought to do... told myself after, the reason I hesitated... was for... humanity or loyalty or even Christianity. |
Θα έλεγα πως ο δικός σου είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, και δίστασα επειδή δεν ήθελα να γίνεις αυτάρεσκος. | I was going to say that yours is by far the biggest, and I only hesitated because I didn't want you to get complacent. |
Δεν δίστασες καθόλου. | You didn't even hesitate. |
Δεν ήταν ανάγκη να χτυπήσεις τόσο δυνατά, και πρόσεξα ότι δεν δίστασες καθόλου. | God! You didn't have to swing so hard. Notice he didn't even hesitate. |
Ποτέ δεν δίστασες να σκοτώσεις πριν. | You never hesitated to kill before. |
Δεν δίστασες ούτε δευτερόλεπτο. | You didn't hesitate a second. |
Σε ρώτησα αν την αγαπάς ακόμα κι όμως δίστασες. | I asked you if you loved and yet you hesitated. |
Έτσι όπως δίστασε υπέθεσα ότι μπορεί να είχε καμιά ερώτηση της τελευταίας στιγμής. | Nurse Preven said you asked her to have Kayla come back in. The way she hesitated, I thought she might have had a doorknob question. |
"Ο άντρας δίστασε μονάχα για μια στιγμή. | "The man only hesitated a moment. |
Δεν δίστασε καν να σκοτώσει την Χέιλ. | He didn't even hesitate to kill Hale. |
Και ποτέ, κανένας σας δεν δίστασε ή είχε αμφιβολία. | And never once have any of you hesitated or had a blink of doubt. |
Γιατί δίστασε; | Why does he hesitate? |
Δεν διστάσαμε να τους αφήσουμε. | But we didn't hesitate to leave those men behind. |
Δεν διστάσαμε και δεν παραδοθήκαμε. | We didn't hesitate. We didn't surrender. Yeah. |