Όμως, το 1891, ένας νεαρός ιερέας της ενορίας, ο Μπερενζέρ Σονιέρ, αναστύλωνε την τοπική εκκλησία, όταν σύμφωνα με τον λαϊκό θρύλο, ανακάλυψε κάτι... που τον έκανε εξαιρετικά πλούσιο... σχεδόν μέσα σε μια νύχτα. | But then in 1891, a young parish priest named Bérenger Saunière, was restoring the local church when according to popular legend, he discovered something that turned him into an extremely wealthy man almost over night. |
Ήρθε η ώρα να ξεπληρώσω τον Κύριο για όλη Του την ευγένεια, αναστυλώνοντας το γυναικείο μοναστήρι του Αγ. Θωμά. | The time has come for me to repay the Lord for all his his kindness by restoring the Convent of saint Tomás. |
Όπως έλεγα, ήρθε η ώρα να ξεπληρώσω τον Κύριο για όλη Του την ευγένεια, αναστυλώνοντας το γυναικείο μοναστήριο του Αγ. Θωμά. | As I was saying, the time has come for me to repay the Lord for all His kindness by restoring the Convent of saint Tomás. |
Αρχίζουμε αναστυλώνοντας τα σώματά τους. | We start by restoring their bodies. |
Ένας τέτοιος πόλεμος θα αναστυλώσει το έθνος μας και θα φέρει το τέλος των εχθρών μας. | Such a war will see our nation restored and bring an end to our enemies |