Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αναστομώνω (restore) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αναστομώνω
αναστομώνεις
αναστομώνει
αναστομώνουμε
αναστομώνετε
αναστομώνουνε
Future tense
θα αναστομώσω
θα αναστομώσεις
θα αναστομώσει
θα αναστομώσουμε
θα αναστομώσετε
θα αναστομώσουνε
Aorist past tense
αναστόμωσα
αναστόμωσες
αναστόμωσε
αναστομώσαμε
αναστομώσατε
αναστόμωσαν
Past cont. tense
αναστόμωνα
αναστόμωνες
αναστόμωνε
αναστομώναμε
αναστομώνατε
αναστόμωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αναστόμωνε
αναστομώνετε
Perfective imperative mood
αναστόμωσε
αναστομώστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'restore':

None found.