Καταδικάζεις ή αθωώνεις. | You have to condemn or acquit. |
Ετυμηγορία κατά συνείδηση σημαίνει... ότι οι ένορκοι τον αθωώνουν, αν και είναι ένοχος. | Jury nullification basically means telling the jury to acquit, even though the defendant is guilty. |
Αυτός που αθώωσα; | The one I acquitted? |
Εγώ τον αθώωσα. | I acquitted the man. |
Εσύ αθώωσες τον Κυβερνήτη. | You're the man that got the governor acquitted. |
- Το δικαστήριο με αθώωσε. | I was acquitted at my trial. |
Κι αθώωσε τους περισσότερους. | And got most of them acquitted. |
Ο νέος μου συνήγορος μόλις με αθώωσε... με την αλήθεια. | My new attorney just got me acquitted... with the truth. |
Το δικαστήριο τον αθώωσε. | The court acquitted him. |
Χθες το δικαστήριο, το δικά μας Πολεμικά Δικαστήρια... αθώωσε τρεις Ιταλούς, δύο άντρες και μία γυναίκα... οι οποίοι δυο βδομάδες πριν, καταδικάστηκαν σε θάνατο. | Yesterday our tribunal, a war tribunal, acquitted three Italians, two men and a woman, who a couple of weeks ago would have been sentenced to death. |
Γι αυτό σε αθωώσαμε και νομιμοποιήσαμε την γέννηση της κόρης σου | That's why we acquitted you and legitimized your daughter's birth |
- Ντάνιελ, οι ένορκοι αθώωσαν τον Φλιν. | Daniel, the jury acquitted Flynn. |
- Το ξέρω. Μου κάνει εντύπωση όμως πως την αθώωσαν. | Beats me how they ever acquitted her, though. |
Είσαι αυτός που αθώωσαν; | Are you the man they acquitted? |
Ηδη σας αθώωσαν για τον φόνο της. | They've already acquitted you. |
Με αθώωσαν έτσι δεν είναι; | They acquitted me, didn't they? |
Εάν σας πείσω, όλους σας ότι η μαγεία υπάρχει πραγματικά, θα είναι αρκετές αμφιβολίες Για να τον αθωώστε; | If I can convince you, all of you, that magic really does exist, will that be enough reasonable doubt for an acquittal? |
Παρακαλώ αθωώστε και ελευθερώστε τον Υπότροφο Λι Σον Τζουν. | Please acquit and release Scholar Lee Sun Joon. |
Παρακαλώ αθωώστε τον και ελευθερώστε τον. | Please acquit and release him. |
αθωώστε τους. | acquit. |
Αυτός θα σε αθωώσει. | He'll get you acquitted. |